Category: Νυχτογραφίες

Ποιός σε αγαπάει- Ένα Όχι Παραμύθι

Ποιός σε αγαπάει- Ένα Όχι Παραμύθι

(Κάπου 30 με 40 χρόνια πριν)

Πρώτα από όλα σε αγαπάει η μαμά κι ο μπαμπάς. Βέβαια. Αρκεί να είσαι κατ’ εικόνα και ομοίωση των ιδίων ή των προσδοκιών τους. “Αχ, τι ωραία που ζωγραφίζει. Θα γίνει αρχιτέκτων”. “Αχ τι ωραία που γράφει. Θα γίνει φιλόλογος”. “Αχ τι ωραία που τρέχει και πηδάει. Θα γίνει αθλητής”. “Αχ τι ωραία που διαβάζει. Θα γίνει δασκάλα”. “Αχ τι καλά που τα πάει στα μαθήματα. Θα γίνει επιστήμονας”. Και ονειρεύονται όσα δεν έκαναν οι ίδιοι…

Αλλά κάποτε…
“Τι είναι αυτό; Ένα δάσος; Έ δεν θα γίνεις και Bob Ross να ζωγραφίζεις ότι ανάμεσα στους θάμνους ίσως κρύβεται κι ένας σκίουρος. Αρχιτέκτων όμως…”
“Τι είναι αυτό; Ποίημα; Έ, δεν θα γίνεις ποιήτρια να πεθάνεις στην ψάθα. Ενώ φιλόλογος…”
“Τι έγινε; Χορεύει; Ε, δεν θα τον κάνω κι αδερφή. Ενώ ποδοσφαιριστή…”
“Τι; Πήρες τον πρώτο ρόλο στο θεατρικό του σχολείου. Κάτσε να πάρω τη δασκάλα να σε βγάλει. Δεν θα μου γίνεις θεατρίνα πουτάνα. Δασκάλα, εσύ, δασκαλίτσα…”
“Τι; Αστρονόμος; Άντε κούκλα μου σε καμιά σχολή λογιστικής να βγάζεις ένα καλό μεροκάματο. Άκου αστρονόμος. Σαν τον θείο σου το Νικολάκη που κοίταζε τ’ άστρα κι έβλεπε αερικά θα γίνεις; Λογίστρια όμως…”

Φυσικά και σε αγαπούν. Αγαπούν όσα θα ήθελαν να είναι… εεεεε, να είσαι… εεε χμμμ… Δεν σε γνώρισαν ποτέ. Γιατί μεγάλωσαν με τη σειρά τους από ανάλογους ανθρώπους.

(30 χρόνια πριν από τα 30 με 40 που γράψαμε πιο πάνω)

“Τι θα πει θέλεις να σπουδάσεις; Δεν έχουμε λεφτά για όνειρα, είμαστε φτωχοί και τίμιοι μεροκαματιάρηδες. Εσύ θα μάθεις μια τέχνη, να βγάζεις τίμια το ψωμί σου, όπως ο πατέρας και ο παππούς σου, οι φουρναραίοι, οι οικοδόμοι, οι τσαγκάρηδες”.
“Γυναίκα μαθηματικός; Πού ακούστηκε; Δασκάλα ναι, άντε φιλόλογος. Δασκάλα για να γυρίσεις στο χωριό. Εδώ που έχουμε και τον Κίτσο τον αστυφύλακα, τον Βρασίδα τον πρόεδρο, τον Μήτρο το γιατρό. Να πάρεις έναν από αυτούς να τακτοποιηθείς”.
“Στην Αθήνα; Τι να κάνεις; Να μάθεις μοδίστρα; Μα αυτές γίνονται παστρικές, έτσι όπως μπερδεύονται στους οίκους ραπτικής. Αν είναι να πας, θα σε στείλω στη θειά σου τη Δημητρούλα που δουλεύει στη φάμπρικα να πιάσεις εκεί μεροκάματο, να δεις πως βγαίνει η ζωή”.
“Η δουλειά κάνεις τους άντρες. Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί. Πάμε να δούμε και στα κλεφτά , σκαρφαλωμένοι στη μάντρα, εκείνη την ελληνική ταινία που ο φτωχός βιοπαλαιστής, μπογιατζής, οικοδόμος, λουστράκος ερωτεύεται την πλούσια εφοπλιστίνα, κι εκείνη τον ξεζουμίζει πρώτα και μετά τον στέλνει πίσω στην πτωχή, πλην τίμια αρραβωνιαστικιά του. Για να δεις πώς είναι η ζωή…”

Κι έτσι φτάσαμε στο παρακάτωωωω…

“Για το καλό σου στα έλεγα”.
“Γιατί σε αγαπάω στα έλεγα”.
“Δίκιο είχα. Άφησες εκείνο το πλούσιο παλικάρι και τώρα δουλεύεις για να ζήσεις”.
“Πού ακούστηκε ο γιός μου θεατρίνος, μουζικάντης, χορευτής;”
“Πού ακούστηκε η κόρη μου ανύπαντρη στα τριανταπέντε της να κυνηγάει να γίνει συγγραφέας, τραγουδίστρια, να ξαναγράφεται στο πανεπιστήμιο για να πάρει πτυχίο;”

Και μετά έρχεται ο άντρας και η γυναίκα που θα μας αγαπήσει.

“Να αδυνατίσεις, αγάπη μου. Πώς θα σε παρουσιάσω στη θεία Τερψιθέα;”
“Να μάθεις να μου κάνεις γιουβαρλάκια, λατρεία μου. Τι θα πει ο πατέρας μου ο Χαρίλαος;”
“Να πιάσεις δεύτερη δουλειά, θησαυρέ μου. Πώς θα θρέψουμε το τρίτο μας παιδί;”
“Να μου κάνεις το γιο τώρα. Δεν θα κοιτάμε να γυρίσεις στο γραφείο. Η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι”.
“Σ’ αγαπώ, είσαι η ζωή μου, είσαι το για πάντα μου. Μόνο να… αν ήσουν λίιιιιγο αλλιώτικη, λίγο πιο ρεαλίστρια, λίγο πιο νοικοκυρά, λίγο πιο διεκδικητική…”
“Σ’ αγαπώ, είσαι τα πάντα μου, μόνο να… να άλλαζες λιγουλίνο, πασάκα μου. Να μη ροχαλίζεις, να μη βλέπεις μπάλα, να διαβάζεις μαζί μου Χρύσα, να βρεις και τρίτη δουλειά τώρα που κάναμε τα πεντάδυμα…”
“Σ’ αγαπώ, αλλά μην έχεις ελπίδα να πάρεις προαγωγή. Όταν έπρεπε να διαβάζεις για να πάρεις μεταπτυχιακό, εσύ γύριζες στα κλαμπ με τις φίλες σου. Εκεί θα μείνεις στα 300 ευρώ και σε μερικούς μήνες θα σε απολύσουν”. “Σ’ αγαπώ, αλλά αν ήσουν λιγότερο άχρηστος θα ήμασταν καλύτερα. Πιο φιλόδοξος, πιο έξυπνος, πιο καπάτσος, ντε. Άντε κουνήσου, σε λίγους μήνες θα σε απολύσουν”.

Ναι, σε αγαπούν. Μας αγαπούν. Τους αγαπάμε. Με όρους.

Η αγάπη έχει όρους; Ε, ΟΧΙ!

Αγάπη, θα πει να δέχεσαι τον άνθρωπό σου, το φίλο σου, το παιδί σου, όπως είναι. Με κάθε του χαρακτηριστικό. Με την ψωνάρα του, με το όνειρό του, με την ιδιορρυθμία του. Να χαίρεσαι με τη χαρά του, να δίνεις φτερά στο όνειρό του κι όχι να το σακατεύεις επειδή δεν είναι «ρεαλιστικό» ή δεν ταιριάζει στη δική σου οπτική για το πώς πρέπει να είναι ένα όνειρο. Να τον τρέφεις με αληθινή αγάπη, να του το λες κάθε μέρα, να τον σπρώχνεις να δημιουργήσει, να μην τον ωθείς στην κακομοιριά και στην απελπισία της ματαιότητας και της κακίας που έχει αυτός ο κόσμος. Η Αγάπη δεν είναι βαμπιριλίκι, μια ανάγκη να βλέπω και να αισθάνομαι μια παρουσία στο χώρο μου, αλλά μετά ό,τι είναι ο άλλος να το ακυρώνω. Η Αγάπη είναι ομορφιά, είναι γέλιο, είναι λαχτάρα, είναι παιχνίδι, τα χωράει όλα.

Τον άνθρωπο που λέμε πως αγαπάμε τον χωράμε ολάκερο μέσα μας. Αλλιώς λέμε ψέματα. Σε εμάς, σε αυτόν, στους γύρω μας. Αλλιώς δεν τον αγαπάμε.

Τον αγαπάμε χορευτή, σκουπιδιάρη, φάλτσο, κοντό, χοντρό. Τον αγαπάμε όταν καίει τα μακαρόνια, όταν του πέφτει το ακριβό βάζο, όταν σκίζει το μπουφάν του, όταν βλέπει μπάλα ή κοριτσοταινίες, όταν χορεύει αδέξια, όταν βρίζει σαν αγωγιάτης επειδή άργησε το πρωί στη δουλειά. Τον θαυμάζουμε και τον αγαπάμε κάθε στιγμή. Ειδικά τις στιγμές που μας προστατεύει από το να μην πληγωθούμε, όταν στηρίζει το όνειρό μας, όταν μας φτιάχνει κοτόσουπα στο κρύωμά μας και χαμομήλι στη γαστρεντερίτιδα, όταν δεν σιχαίνεται να μας αγγίξει την ώρα που ξερνάμε μετά από μισό μπουκάλι. Αυτός που μας αγαπάει δεν ζητάει να ακυρώσει αυτό που είμαστε, το ΧΩΡΑΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ. Αλλιώς δεν μας αγαπάει.

Δεν είμαστε οι πεποιθήσεις των γονιών, των συγγενών, των δασκάλων, των φίλων. Επειδή ο πατέρας μας ήταν φτωχός κακομοίρογλου δεν θα έχουμε την ίδια δύσκολη ζωή, παρά μόνο ΑΝ ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΜΕ. Το πιο πιθανό είναι να έχουμε καλύτερη.

Πιστεύω ωστόσο σε μια βασική αρχή.

«Αν δεν κοιτάς εκεί που ΘΕΛΕΙΣ να πας, θα πας εκεί που κοιτάς»

Να χιονίσει απόψε…

Να χιονίσει απόψε…

 

(Αυτή η ιστορία γράφτηκε στις αρχές του 2012, όταν ακόμα εργαζόμουν σε τηλεφωνικό κέντρο. Βασίζεται σε αληθινό περιστατικό)

Γνώρισα το Σάββα μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα που περίμενα τον τελευταίο δρομολόγιο του ηλεκτρικού στα Πετράλωνα. Μόλις είχα σχολάσει και τα νεύρα μου ήταν τσατάλια από τις αλλεπάλληλες κλήσεις που είχα δεχτεί στο τηλεφωνικό κέντρο που δούλευα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Ο τελευταίος που είχε πάρει στις έντεκα και εικοσιοχτώ, δύο λεπτά πριν κλείσω, με είχε κρατήσει πάνω από είκοσι λεπτά παραπονούμενος που η επιδότηση του δεν του έφτανε να πάρει τσάμπα smartphone των 1000 ευρώ. Στο τέλος με απείλησε πως θα ζητήσει να απολυθώ και θα μου κάνει μήνυση και μου το έκλεισε στη μούρη. Ευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να χιονίσει επιτέλους, να το στρώσει, να αποκλειστεί η πόλη ολόκληρη, και να μείνω σπίτι για τρεις μέρες, να μην ακούω πια άλλα τηλέφωνα να χτυπάνε μέσα στον εγκέφαλο μου.

Από τη μια σιχτίριζα την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα εκεί μέσα που κάθε ανώμαλος έπαιρνε για να βρίσει μέσα στη νύχτα, κι από την άλλη ένιωθα ανακούφιση που είχα μια δουλειά και μάλιστα σχετικά καλή για την εποχή της κρίσης. Φλεβάρης του 2012… Ακουγόταν κάπως σαν «Χειμώνας του ΄41», όπως στις παλιές ταινίες. Κουκουλωμένη στο βαρύ μου παλτό, τυλιγμένη με μια εσάρπα και με ένα σκουφί που κάλυπτε όλο το κεφάλι μου έκοβα βόλτες στον έρημο σταθμό για να ζεσταθώ μια στάλα. Ήθελα σαν τρελή να καπνίσω, αλλά δεν τολμούσα να βγάλω τα χέρια μου από τις τσέπες. Ο μήνας τελείωνε και στην τσέπη είχα μόλις και με τα βίας δεκατέσσερα ευρώ, κι αυτά δανεικά από συνάδελφο.

Τον είδα κρυμμένο σχεδόν πίσω από μια κολώνα, καθισμένο σε ένα παγκάκι, να τον ξυρίζει το κρύο. Αδύνατος και ψηλός, σαν να ήταν φτιαγμένος από σχοινιά πλεγμένα μεταξύ τους άτακτα. Τα μαλλιά του έμοιαζαν με βρωμερή σφουγγαρίστρα, τα χέρια του κατάμαυρα. Κουβαλούσε την περιουσία του σε ένα από εκείνα τα άθλια καρότσια με το καρό πλαστικό. Ξεφτισμένο και ταλαίπωρο κι αυτό, σαν τον ιδιοκτήτη του, που τυλιγμένος σε ένα παμπάλαιο σκισμένο αδιάβροχο προσπαθούσε να κρύψει την ξυλιασμένη σάρκα του από τον παγωμένο αέρα. Παπούτσια; Πως, αμέ! Ένα ζευγάρι κάλτσες, τρύπιες κι αυτές, ενώ έσερνε ένα ζευγάρι σαγιονάρες έτοιμες να διαλυθούν. Μα όταν με κοίταξε… αυτά τα μάτια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Έμοιαζαν να έχουν μαζέψει όλους τους χειμώνες μέσα τους, σαν αυτό το ανθρώπινο ερείπιο να μην είχε δει ποτέ ήλιο, καλοκαίρι, σαν το κορμί του να μην είχε ποτέ νιώσει ζεστασιά.

«Καλησπέρα», είπα σιγανά.

Αυτός κατέβασε τα μάτια και γύρισε από την άλλη. Δεν θέλησα να τον ενοχλήσω και περιορίστηκα να καθίσω ήσυχα σε ένα άλλο παγκάκι. Αλλά με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τις κλεφτές ματιές που μου έριχνε. Στην Αθήνα ζω όλα μου τα χρόνια και έχω μάθει να φυλάγομαι αν χρειαστεί. Αλλά το γαμημένο το ένστικτό μου φώναζε θυμωμένο, και έτσι γύρισα προς το μέρος του.

«Τσιγάρο…», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.

Αποφάσισα να βγάλω τα χέρια μου από τις τσέπες μου, κι άνοιξα την τσάντα μου να βγάλω τον καπνό μου. Είχα έτοιμα τρία τσιγάρα στριμένα ήδη. Του τα έδωσα. Έβαλε ένα στο στόμα χωρίς να τα ανάψει και φάνηκε να αλλάζει το πρόσωπο του ολάκερο. Μαλάκωσε αυτός ο σκληρός πόνος, ο φόβος στα μάτια του έγινε μικρότερος και πιο ανθρώπινος. Από εκεί που στεκόταν κοίταζε τις ράγες του τραίνου και καμιά φορά σήκωνε τα μάτια προς τον ουρανό που ήταν καλυμμένος από βαριά σύννεφα. Μακάρι να χιόνιζε, σκέφτηκα ξανά.

«Πιστεύεις στο θεό;»

Η ερώτηση με ξάφνιασε. Και πιο πολύ με ξάφνιασε η φωνή του άντρα. Ήταν μια καθαρή φωνή, φωνή ερτζιανών, γοητευτική και βαθιά, που ακουγόταν παράταιρη σε σχέση με το παρουσιαστικό του.  

«Ορίστε;», έκανα αμήχανα.

Άντε να του εξηγώ πως είμαι παγανίστρια -από εκείνες του παλιού κέλτικου πανθέου – και πως η δική μου θεά δεν είχε καμία σχέση με το θεό των χριστιανών συμπατριωτών μου. Ο άνθρωπος κάτι άλλο ήθελε, κι όχι φιλοσοφική συζήτηση ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε.

«Κατά κάποιο τρόπο…», μουρμούρισα.

«Τότε προσευχήσου να μη χιονίσει, κοπελιά».

Δαγκώθηκα. Είχα ευχηθεί χίλιες φορές να ρίξει τρία μέτρα χιόνι και να θάψει την πόλη. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε από το εγωιστικό μυαλό μου πως σε αυτόν τον καταραμένο τόπο ζούνε και κάποιοι που δεν έχουν σπίτι. Εμένα με περίμενε ένα ζεστό κρεβάτι, ένα σπίτι με καλοριφέρ, κλιματισμό, ο σύζυγος μου είχε βάλει καυτές θερμοφόρες κάτω από τα σκεπάσματα, κι ένας μαύρος γάτος θα μου ζέσταινε τα πόδια όλη τη νύχτα. Αυτός ο άνθρωπος όμως έμενε στο δρόμο, καταπώς φαινόταν.

«Μένεις έξω;», ρώτησα ηλιθιωδώς.

Γέλασε. Καθαρά, γερά, λευκά ακόμα δόντια. Αυτός ο άντρας ήταν πρόσφατα ίσως ένας καλοζωισμένος άνθρωπος. Οι πιο πολλοί άστεγοι που γνώρισα ως τότε ήταν πολλά χρόνια στο δρόμο, αλλά αυτός όχι. Αυτός πρόσφατα είχε βρεθεί έξω από το σπίτι του.

«Μένω μέσα», είπε. «Έχω μια σκηνή…, την βάζω όπου μπορώ».

Τυχερός!, σκέφτηκα. Άλλοι άστεγοι δεν έχουν τίποτα εξόν από τα ρούχα τους.

«Είναι ενός φίλου, δεν την έκλεψα», συνέχισε κοιτάζοντας με στα μάτια.

Κι αν την είχε κλέψει δεν θα τον κατηγορούσα.

«Που πας τώρα;»

«Δεν ξέρω…, όπου βρω ήσυχο μέρος, ίσως σε καμιά εκκλησία».

«Κι ο φίλος σου;».

Έστρεψε το βλέμμα αλλού και απέμεινε σιωπηλός. Γύρισα κι εγώ από την άλλη. Το ένστικτο μου, μου έλεγε πως είχα κάνει μαλακία. Ο παγωμένος αέρας βούιζε στα καλώδια του ρεύματος. Ανατρίχιασα άθελα μου. Σε μια προσπάθεια να γεφυρώσω το χάσμα είπα:

«Ξέρω ένα μέρος που θα μπορέσεις να στήσεις χωρίς να σε ενοχλήσει κανένας. Ίσως εκεί μπορέσεις να τη βγάλεις κάμποσο χωρίς να σε πάρουν πρέφα».

Με κοίταξε με προσμονή.

«Είναι στα Άνω Πατήσια. Εκεί κατεβαίνω. Αν θέλεις να σου δείξω. Είναι κοντά στο σταθμό».

«Καλά», είπε βραχνά.

Η σιωπή έπεσε και πάλι βαριά.

«Πέθανε», τον άκουσα να λέει χαμηλόφωνα.

Ο βασανισμένος αυτός άνθρωπος ήθελε κάπου να μιλήσει, αλλά ήταν φανερό ότι είχε περάσει τόσα πολλά που δεν εμπιστευόταν κανέναν πια.

«Δήμητρα», είπα και του έδωσα το χέρι μου βγάζοντας το γάντι μου. «Συγγραφέας», συνέχισα δηλώνοντας του την δεύτερη ιδιότητα μου για κάποιον ανεξήγητο λόγο.

Το χέρι του ήταν μεγάλο, με χοντρά δάχτυλα, τυλιγμένο σε κάτι κουρέλια που κάποτε ήταν γάντια. Ντράπηκα για τα κομψά δερμάτινα γάντια μου για μια στιγμή. Μου έσφιξε το χέρι δειλά σαν παιδί.

«Σάββας», είπε. «Άστεγος».

«Καταλαβαίνω…», είπα χαζά. Φυσικά και δεν καταλάβαινα.

«Αλήθεια…; Καταλαβαίνεις; Ήσουν ποτέ άστεγη;», απάντησε με καυστική φωνή. 

Σιγά μην ήμουν. Μοναχοπαίδι ήμουν, το καμάρι της μαμάς μου, με ιδιωτικά σχολεία, ξένες γλώσσες, πιάνο, δικό μου δωμάτιο γεμάτο βιβλία… Άσχετα που βρέθηκα να απαντάω τηλέφωνα από μια καταραμένη συγκυρία, εγώ ήμουν για μεγάλα πράγματα. Βέβαια! Σιγά μην καταλάβαινα. Για τον άνθρωπο τούτο όμως ήταν τουλάχιστον αναίδεια να λέω ότι καταλαβαίνω.

«Όχι», μουρμούρισα. «Συγνώμη…».

«Δεν πειράζει. Κι εγώ κάποτε νόμιζα ότι καταλάβαινα».

Δεν απάντησα.

«Κάνει κρύο…», συνέχισε ο Σάββας.

Σκέφτηκα να βγάλω την εσάρπα μου και να του τη δώσω. Αλλά τη λυπόμουν. Την είχα αγοράσει πριν χρόνια στο Λονδίνο και ήταν η αγαπημένη μου. Ούτε κι εγώ πίστευα τον εαυτό μου και τις σκέψεις αυτές, αλλά, ναι, έτσι σκέφτηκα.

«Πριν τέσσερα χρόνια ήμουν σαν εσένα…», άρχισε να λέει ο Σάββας. «Ή μάλλον καλύτερα από εσένα. Δούλευα σε πολυεθνική, μεσαίο στέλεχος. Είχα κινητό τσάμπα, λάπτοπ, αμάξι, κοστούμια, γραβάτες. Πολλές γραβάτες. Βενζίνες τσάμπα, ταξίδια στο εξωτερικό. Και μια γυναίκα και έναν πιτσιρικά. Σκατά!»

Άρχισε να βήχει ακατάσχετα, νόμισα πως θα πνιγεί. Έβηχε τόσο πολύ που τρόμαξα, και άρχισα να τον ρωτάω σχεδόν πανικόβλητη.

«Είσαι καλά, φίλε;», έλεγα και ξαναέλεγα, αλλά εκείνος είχε κοκκινίσει από το βήχα και έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκάλι νερό. Άρχισε να πίνει αχόρταγα μέχρι που το άδειασε. Το μπουκάλι μύριζε έντονα τσίπουρο. Δεν ήταν νερό τελικά.

«Το γαμήδι για πνευμόνι», είπε χαμηλόφωνα.

Πέταξε το μπουκάλι στο καλάθι των αχρήστων δίπλα του.

«Αν σου έλεγα ποτέ την ιστορία μου, θα την έγραφες σενάριο και πούλαγες, κοπελιά».

«Αν μου έλεγες την ιστορία σου θα ένιωθες καλύτερα;», ρώτησα.

«Όχι», απάντησε ξερά. «Αλλά κάτι νύχτες σαν αυτή θέλω να την ουρλιάξω σε όλους».

Δεν απάντησα, αλλά ήξερα πως θα άρχιζε να μιλάει. Κι έτσι έκανε.

«Άρχισε πριν την καταραμένη την κρίση. Το 2007. Ο μικρός σκοτώθηκε σε τροχαίο. Ήταν μαζί η γυναίκα μου. Έμεινε ανάπηρη. Με χώρισε. Δεν ήθελε ούτε να με βλέπει. Είχα παρατήσει εκείνη και το παιδί στην εξοχή όλο το καλοκαίρι κι έτρεχα για τις γαμημένες τις πωλήσεις. Οι στόχοι δεν βγαίνουν, οι στόχοι είναι υψηλοί, αλλά εσύ Σάββα μπορείς. Η ομάδα σου μπορεί να είναι η καλύτερη. Θα πάρεις διπλό μπόνους φέτος. Τα φορτηγά εκεί κάτω στο νησί δεν δίνουν σημασία στους πεζούς. Ήταν και νύχτα. Ο μικρός της ξέφυγε από το χέρι κι έτρεξε στο δρόμο. Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό. Όταν έφτασα…».

Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Η φωνή του είχε βραχνιάσει. Άνοιξε την κουρελιασμένη τσάντα και έβγαλε ένα άλλο μπουκαλάκι. Ήπιε κι από αυτό, αλλά δεν το άδειασε όλο.

«Θέλεις;», μου έτεινε το μπουκάλι.

«Ευχαριστώ, δεν πίνω», είπα ψέματα.

«Έφτασα δυο μέρες μετά. Δεν φταίει κανείς, ούτε οι συνάδελφοι, ούτε κανείς. Μόνο το γαμημένο, το ηλίθιο μυαλό μου. Μου είπαν ότι είναι σε κρίσιμη κατάσταση, αλλά ήθελα μόνο λίγες, ελάχιστες ώρες για να κλείσω το καταραμένο πρότζεκτ. Όταν έφτασα ο Γιάννης μου είχε πεθάνει. Δεν με άφησαν να τον δω. Τα πεθερικά μου, μου έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα. Εκείνη ήταν στο χειρουργείο όταν έφτασα. Πέντε χειρουργεία έκανε. Έχασε ένα πόδι. Υπέβαλλε αίτηση διαζυγίου αμέσως, και δεν μου ξαναμίλησε».

Ρούφηξε μερικές γουλιές ακόμα. Εκείνη τη στιγμή μας πλησίασε ο σεκιουριτάς του σταθμού και του την είπε που έπινε. Είχε καταλάβει ότι δεν ήταν αθώο νεράκι αυτό στο μπουκάλι.

«Εντάξει, ρε φίλε», είπα εγώ συγκαταβατικά. «Δεν θα ξαναπιούμε».

Αλλά εκείνη τη στιγμή φάνηκε το τραίνο. Ανεβήκαμε μαζί στο πρώτο βαγόνι. Ήταν άδειο. Καθίσαμε αντικριστά, το καρότσι του στο διάδρομο, το άθλιο αδιάβροχο του να ακουμπάει στο διπλανό κάθισμα. Έβγαλε πάλι το μπουκάλι με το τσίπουρο και ήπιε.

«Μετά άρχισε ο πόλεμος στο γραφείο. Έπεσαν οι πωλήσεις. Πώς να μην πέσουν; Όλη την ημέρα ήμουν στον ψυχολόγο, ιδιωτική ασφάλεια και τα σχετικά. Αμέ! Πληρωμένη μιζέρια, πληρωμένη θεραπεία, ας είναι καλά η εταιρία. Ούτε ένας χρόνος δεν πέρασε και με απέλυσαν. Με πέταξαν σαν την τρίχα από το ζυμάρι. Σκατά».

Ήταν η αγαπημένη του λέξη. Την επαναλάμβανε με τη  ίδια συχνότητα που άλλοι λένε «τέλος πάντων» ή «ας πούμε». Πήγα να πω πάλι «Καταλαβαίνω», αλλά δάγκωσα τη γλώσσα μου. Μη έχοντας τι να πω, τον κοίταζα να παίζει με τα κουρέλια που είχε τυλιγμένα στα χέρια του.

«Ξέρω τον οίκτο και τη λύπηση. Τη βλέπω κάθε μέρα. Αλλά έχω μάθει να βλέπω και το μίσος σιγά-σιγά. Στην αρχή είχα την αποζημίωση. Την έδωσα όλη σχεδόν στο στεγαστικό και στις πιστωτικές. Μετά το ταμείο ανεργίας. Άρχισαν να μου τηλεφωνάνε οι τράπεζες. Δουλειά πουθενά. Έκανα μερικά μεροκάματα σκόρπια, αλλά δεν ήθελα βλέπεις να ξεπέσω σε καμιά δουλειά με χίλια ευρώ. Ύστερα ήρθε η κρίση, τέλος του ‘9. Τα μεροκάματα λιγόστεψαν. Μου πήραν το σπίτι. Οι συγγενείς ούτε να με δούνε μετά τα γεγονότα με το Γιάννη και την Άννα. Μάνα, πατέρα δεν έχω. Σκατά».

Άρχισε πάλι να βήχει. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν χειρότερα. Τα μάτια του είχαν δακρύσει από το βήχα και τρομεροί σπασμοί τάραζαν το σώμα του. Φοβήθηκα. Είχαμε φτάσει Ομόνοια και σηκώθηκα να φωνάξω κάποιον να βοηθήσει, αλλά με κράτησε. Το χέρι του ήταν αδύναμο, αλλά πεισματωμένα με κοιτούσε κάνοντας μου νόημα να μην πάω. Όταν κάποτε ηρέμησε, με κοίταξε με βλέμμα που μου θύμισε δαρμένο σκυλί.

«Θα φωνάξουν τους μπάτσους. Το έχουν ξανακάνει. Δεν αντέχω να περάσω ούτε μια στιγμή μαζί τους. Προτιμώ να πεθάνω εδώ στο βαγόνι».

Άρχισε να γελάει δυνατά, σχεδόν υστερικά.

«Κάποτε ούτε και μπορούσα να διανοηθώ να τους πω μπάτσους. Πόσο μαλάκας ήμουν. Μην ακούσει ο μάνατζερ, μην ακούσει ο γείτονας, μην ακούσει ο συνεργάτης, μην ακούσει το πόμολο της πόρτας. Μια ζωή στην καταπίεση. Ξέρεις ότι ποτέ δεν ήμουν λεύτερος; Ποτέ, κοπελιά. Ούτε για μια στιγμή. Μόνο όταν έμεινα στο δρόμο. Ξεφτιλισμένος ήμουν σε όλη μου τη ζωή. Ένας ξεφτίλας, που έκανα την κότα όταν όλα γύρω μου κατέρρεαν. Αλλά το πλήρωσα. Με τη ζωή του παιδιού μου. Θα τη γλύτωνε, αν είχα πάει νωρίτερα να δώσω αίμα. ΑΒ αρνητικό. Δεν είχε μονάδες στο Νοσοκομείο του νησιού, και μπορούσα μόνο εγώ να δώσω. Δεν μου το είχαν πει βέβαια, αλλά τι σημασία έχει; Ήξερα ότι το παιδί είχε χτυπήσει άσχημα. Μακάρι να πέθαινα».

Κοίταζε έξω από το παράθυρο το σκοτεινό τούνελ. Έβλεπα τα μάτια του στο τζάμι, μάτια σχεδόν νεκρά. Τον λυπόμουν…, νομίζω. Μουρμούρισα μερικά λόγια ανόητης κατανόησης και εκείνος χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει συνέχισε.

«Το σπίτι μου το πήραν. Πιο πριν μου είχαν πάρει το αμάξι, την τηλεόραση, το λάπτοπ, τα έπιπλα… Βρέθηκα στο δρόμο, με όσα μπόρεσα να περισώσω. Λίγα ρούχα, ένα-δυο βιβλία που αγαπούσα, το Γιάννη μου…»

Έβγαλε και μου έδειξε μια φωτογραφία, τσαλακωμένη λιγάκι.

«Όμορφος δεν είναι;»

Η φωτογραφία έδειχνε μια γυναίκα μελαχρινή με γλυκό χαμόγελο, να κρατάει στην αγκαλιά της έναν μικρούλη, πιστό αντίγραφο του άντρα που στεκόταν δίπλα τους. Είχε τραβηχτεί σε μια παραλία και ο μικρός φορούσε ένα κόκκινο καπελάκι και γελούσε τόσο όμορφα. Το πιο συγκλονιστικό όμως ήταν ο άντρας που μακρινά μόνο θύμιζε τον ταλαίπωρο άστεγο που έβλεπα μπροστά μου. Ήταν ένα ωραίο παλικάρι, γύρω στα τριάντα πέντε, με λαμπερά μάτια και ευτυχισμένη έκφραση στο πρόσωπο του. Ο τρόπος που ο άντρας κοίταζε τη φωτογραφία με συγκλόνισε.

«Δεν ήξερα…, στ’ ορκίζομαι. Δεν ήξερα τι έκανα. Αν ήξερα…».

Δεν ήξερα κι εγώ ως τότε πως υπάρχουν δάκρυα που δεν είναι υγρά, αλλά τα έβλεπα να τρέχουν σαν ποτάμι από άμμο και αίμα στο βρώμικο πρόσωπό του. Μακάρι να ήξερα να λέω λόγια παρηγοριάς, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις είμαι ανίκανη να πω έστω και δυο λέξεις σωστές. Ο Σάββας με κοίταξε με εκείνα τα μάτια τα σχεδόν νεκρά και είδα πως για μια στιγμή ζωντάνεψε. Ένας επιβάτης μπήκε στο σταθμό της Αττικής. Ο Σάββας μου πήρε τη φωτογραφία απότομα και την έκρυψε.

«Στο δρόμο στην αρχή ήταν δύσκολα. Ύστερα δυσκόλεψαν περισσότερο. Γιατί ήρθε ο χειμώνας. Την έβγαζα πότε κάτω από καμιά γέφυρα, πότε μέσα στην αυλή καμιάς εκκλησίας. Ένα πρωί Κυριακής με βρήκε ένας παπάς να κοιμάμαι κάτω από τη στέγη. Ήθελε να με περιμαζέψει, να με στείλει στα συσσίτια. Αρνήθηκα. Πήγα κανα-δύο φορές και κοιμήθηκα εκεί. Ύστερα ένα πρωί ήρθαν και με μάζεψαν κάτι μπράβοι και με άδειασαν σε ένα σοκάκι σαν τσουβάλι με σκατά. Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα και θα πήγαινε να λειτουργήσει ένας μητροπολίτης. Δεν ξαναπάτησα σε καμιά εκκλησία ποτέ. Κι ας ήταν εκείνος ο παπαδάκος καλό ανθρωπάκι. Κάπου-κάπου έβρισκα κανένα χαρτόκουτο για να σκεπαστώ να μη με πιάνει και πολύ η βροχή, αλλά σπάνια. Κάποια μέρα ένας άλλος άστεγος με χτύπησε, μου πήρε το χαρτόκουτο και ένα πουλόβερ. Δεν πήγα στο νοσοκομείο. Ο ψυχολόγος μου θα έλεγε πως έγινα περιθώριο. Καλά έκανα. Σιχάθηκα πια την κοινωνία τους και τα σκατά τους. Τους σιχάθηκα όλους».

Με κοίταζε με μάτια οργισμένα.

«Κι εσύ θα πας σε λίγο στο σπιτάκι σου, θα κοιμηθείς στο ζεστό σου κρεβάτι, και αύριο θα πεις σε κανένα φίλο σου για τον κακομοίρη που είδες στο τραίνο. Κι έπειτα θα με ξεχάσεις. Θα συνεχίσεις τη ζωή σου. Σε μια βδομάδα δεν θα θυμάσαι το όνομα μου. Αλλά δε με νοιάζει. Χέστηκα για όλους σας».

Ξεροκατάπια.

«Ξέρεις, Σάββα, δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Εσύ άλλαξες. Και οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν. Εσένα σε άλλαξε ο πόνος, αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπος. Αν θέλεις…»

«Τι να θέλω; Να επανενταχθώ; Χα! Να μου λείπει. Μπορεί να έχασα τα πάντα, αλλά είμαι λεύτερος. Αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει ούτε ο θάνατος».

Ανάσανα βαθιά. Εκείνος με κοίταξε με οίκτο. Φαινόταν τόσο οξύμωρο όλο αυτό. Εκείνος ήταν ο άστεγος, ο φτωχός, ο ανήμπορος, κι όμως κοίταζε εμένα με οίκτο. Ύστερα έμοιασε να ηρεμεί κάπως.

«Προσπάθησα, ξέρεις», είπε πιο σιγά. «Πρώτα με χάπια, πριν βγω στο δρόμο. Δεν τόλμησα. Ύστερα με ξυράφι. Τόσες φορές δοκίμασα να πέσω στις ρόδες ενός φορτηγού. Αλλά μετά σκέφτηκα τον οδηγό να πρέπει να ζήσει όλη τη ζωή του με αυτό το βάρος στην ψυχή του. Κατάστρεψα τόσους ανθρώπους, γιατί να καταστρέψω έναν ακόμα;»

Ανασήκωσα τους ώμους.

«Αλλά γιατί τάχα όχι; Γιατί να μην πέσω στις γραμμές του τραίνου; Γιατί να μην αρχίσουν κι άλλοι τα ψυχοφάρμακα, ε; Γιατί νομίζεις πως ήμουν στα Πετράλωνα; Για την ωραία γέφυρα. Αλλά είμαι κότα. Ένας άχρηστος, ηλίθιος δειλός και κότα. Αυτό είμαι».

Είχαμε φτάσει στα Άνω Πατήσια.

«Αν μπορείς να αντέξεις ακόμα μια νύχτα, έλα μαζί μου», του είπα και του έτεινα το χέρι.

Το έπιασε διστακτικά, μάζεψε τα μπαγκάζια του και βγήκαμε στο παγωμένο ξεροβόρι.

«Πεινάω…», είπα ψέματα. «Πάω να πάρω ένα σουβλάκι. Θα με περιμένεις;».

Περίμενα να μου αρνηθεί, αλλά παραδόξως είπε:

«Πας για να μου φέρεις σουβλάκια. Θα τα δεχτώ».

Με περίμενε στα σκαλάκια της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Ψευτομασούλαγα ένα σουβλάκι, ενώ εκείνος έτρωγε το τρίτο πιτόγυρο. Κατέβαζε τη μπύρα σα νερό, και τελείωσε με ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Γέλασα αναθυμούμενη την ξαδέλφη μου, που μου έλεγε να μη ρεύομαι και να μην κλάνω μπροστά στον άντρα μου για να μη με απομυθοποιήσει. Με κοίταξε ερωτηματικά, κι όταν του εξήγησα έβαλε γέλια δυνατά, και για μια στιγμή έμοιαζε πάλι αόριστα στον άντρα της φωτογραφίας. Έβγαλα από την τσάντα μου μια σοκολάτα αμυγδάλου.

«Ευχαριστώ», είπε και έκοψε ένα κομμάτι. «Έχω καιρό να φάω κάτι γλυκό. Κάποτε ζήταγα τη σοκολάτα κάθε μέρα. ‘Έπινα’ κάθε μέρα, δέκα δώδεκα γάρα. Λένε πως η σοκολάτα ανεβάζει τη διάθεση. Σκατά. Μετά από λίγο καιρό το έκοψα. Έβλεπα τα πρεζάκια κάτω, κι ήθελα κι εγώ την παραμύθα, μπας και πεθάνω μια ώρα αρχύτερα. Αλλά κι εκεί δειλός στάθηκα. Και το μπάφο τον έκοψα. Τώρα μόνο αλκοόλ. Πρέζα είναι κι αυτό».

Δίστασα για μια στιγμή. Ύστερα σηκώθηκα αποφασιστικά.

«Έλα να σε πάω στην καβάτζα που σου έλεγα».

Περπατούσαμε στον έρημο δρόμο και ο άνεμος έφερε το πρώτο χιονόνερο. Η καρδιά μου πάγωνε στη σκέψη ότι αυτός ο άνθρωπος θα κοιμόταν έξω. Σκεφτόμουν τι να κάνω. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου να του πω να έρθει στο σπίτι μου, αλλά πάλι…, μήπως τον ήξερα κιόλας; Από πού κι ως πού; Δουλειά μου ήταν; Ίσως και να ήταν, αλλά δεν τόλμησα να ξεστομίσω λέξη. Κάποτε φτάσαμε στο μέρος που ήξερα πως δεν θα τον ενοχλούσε κανένας, εκεί κοντά στο ποτάμι του Ποδονίφτη, στα Χερσοτόπια, όπως τα λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά ακόμα. Περάσαμε μέσα από γυμνά δέντρα και τέλος φτάσαμε εκεί που όταν ήμουν μικρή κρυβόμουν για να μη με πιάσει η μάνα μου να καπνίζω. Ήταν όπως το θυμόμουν. Μια ήσυχη γωνιά, ανάμεσα στα δέντρα, μακριά από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Εκεί ξεφόρτωσε τη μικρή σκηνή του και την έστησε. Τον βοήθησα να τη στηρίξει με μερικές πέτρες και ύστερα άναψε ένα μικρό φανάρι με ένα κεράκι για φως. Τι πολυτέλεια που φαινόταν αυτό το σπασμένο και καραβοτσακισμένο φαναράκι. Κάποτε ήταν πράσινο μάλλον, αλλά τώρα είχε μια γκριζωπή απόχρωση, σε όσα μέρη δεν είχε σκουριά. Η σκηνή του ήταν σκισμένη σε κάποια σημεία και την είχε μπαλώσει με χοντρά κομμάτια μουσαμά. Υπνόσακο δεν είχε, αλλά είχε μερικά ρούχα που τα έστρωσε πάνω στο πάτωμα της σκηνής.

«Ένα τσιγάρο θα μου δώσεις;»

Έβγαλα και του έδωσα τον καπνό, τα φιλτράκια και τα χαρτάκια μου. Εγώ μπορούσα και χωρίς τσιγάρο. Έστριψε σιωπηλός. Άνοιξα την τσάντα μου κι έβγαλα ένα μπουκαλάκι νερό που είχα πάρει από το περίπτερο. Του το άφησα. Μου είχαν απομείνει πέντε ευρώ. Έκανα να του τα δώσω, αλλά αρνήθηκε.

«Όχι λεφτά. Φαγητό ναι, τσιγάρο ναι, ξύδια ναι. Λεφτά όχι».

Όπως έσκυψα να ακουμπήσω το νερό στο χώμα όμως πάγωσα. Εκεί στην κάτω πλευρά της σκηνής υπήρχε ένας μεγάλος λεκές. Ήταν παλιός, αλλά μύριζε έντονα σκουριά…, μύριζε παλιό αίμα.

«Τι είναι αυτό;», ρώτησα κι άρχισαν να με ζώνουνε τα φίδια.

Χλώμιασε. Χωρίς να με κοιτάζει άρχισε να μιλάει αργά.

«Πριν από μένα αυτή τη σκηνή την είχε ο Αλή. Μετανάστης από το Πακιστάν. Δεν ήθελε ή δεν μπόρεσε να μπει στα κυκλώματα που τους βγάζουν στο δρόμο. Δεν μπόρεσα να καταλάβω πολλά από αυτά που μου έλεγε. Ήταν ο μοναδικός φίλος μου, ο μοναδικός αληθινός φίλος που είχα ποτέ. Γνωριστήκαμε πέρυσι το χειμώνα. Κρυβόμασταν κάτω από την ίδια γέφυρα. Είχα πάρει συσσίτιο από το Δήμο, κι εκείνος είχε να φάει δύο μέρες. Το μοιράστηκα μαζί του. Τι να έκανα; Αν τον έβλεπες μόνο. Φεγμένος, ένα σκέτο κόκκαλο. Χαμογελούσε όποτε του μιλούσα. Είχε βρει τη σκηνή στα σκουπίδια και την μάζεψε. Την έκρυβε σε μια καβάτζα, ή καμιά φορά την παράχωνε στο καροτσάκι του με φόβο μήπως τον ανακαλύψουν και του την πάρουν. Ήταν ότι πιο πολύτιμο είχε.

Μοιραζόταν μαζί μου ότι έβρισκε, κονσέρβες, ψωμί, μια δυο φορές είχε κονομήσει ένα ψευτομεροκάματο σε μια λαϊκή και πήγαμε μαζί σε ένα βρωμερό ξενοδοχείο της Ομόνοιας και κάναμε μπάνιο. Πλύναμε τα ρούχα μας και κοιμηθήκαμε σε κρεβάτι. Του μάθαινα Ελληνικά. Ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος. Είχε γυναίκα και έξι κόρες. Το όνειρό του ήταν να γυρίσει πίσω και να κάνει ένα γιό. Ότι λίγα λεφτά έβγαζε τους τα έστελνε. Καθάριζε κανέναν κήπο, πήγαινε τα ψώνια σε κάτι γριές, κουβαλούσε σε καμιά λαϊκή καφάσια, ότι μπορούσε έκανε. Δεν ήθελε να ξοδεύει λεφτά σε νοίκι, ήθελε να τα στέλνει στους δικούς του. Ήταν χειρότερα από εμένα. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα να δώσω σε κανέναν λογαριασμό. Εκείνος έστελνε γράμματα στον πατέρα του και του έλεγε ψέματα πως μένει σε ωραίο σπίτι, με καλοριφέρ και τέτοια».

Για κάποιο λόγο μου ερχόταν να κλάψω, αλλά κρατιόμουν χωρίς να ξέρω το γιατί. Εκείνος ρούφηξε το τσιγάρο του σιωπηλός.

«Το καλοκαίρι είχαμε στήσει τη σκηνή κάτω από τη γέφυρα του σταθμού στο Ρουφ. Ήταν χαράματα όταν μας την έπεσαν. Ήταν τέσσερις. Γομάρια, ξυρισμένα κεφάλια, απαίσια τατουάζ, ένας από δαύτους είχε τατουάζ στο κεφάλι του μια σβάστικα. Εκείνη τη στιγμή είχα σηκωθεί να κατουρήσω στα χόρτα. Δεν πρόλαβα. Ο Αλή μόλις είχε ανοίξει το φερμουάρ της σκηνής. Τον άρπαξαν από το σβέρκο κι άρχισαν αν τον χτυπάνε. Τα βρισίδια που άκουσα δεν τα έχει ακούσει ούτε η τελευταία πόρνη της Σωκράτους, κοπελιά. Τον κλώτσαγαν στην κοιλιά, στο κεφάλι, τον χτύπαγαν με σιδερογροθιές. Έτρεξα, αλλά που να τα βάλω μαζί τους, κτήνη ήταν όχι άνθρωποι. ‘Ρε κερατά, προδότη, γκόμενο έχεις τον Πακιστανό, παλιοπουσταρά;΄, ούρλιαξε ο ένας. Με άρπαξαν κι άρχισαν αν με χτυπάνε με πιότερη λύσσα από όσο το φουκαρά τον Αλή. Με είχαν πετάξει κάτω και με έδερναν τόσο που κάποια στιγμή ένιωσα να σκοτεινιάζει ο κόσμος. Πριν λιποθυμήσω είδα τον Αλή να σηκώνεται και να τους ρίχνεται. Ύστερα έχασα το φως μου. Όταν συνήλθα είδα τον ήλιο να στέκει στην ανατολή. Δεν ακουγόταν τίποτα γύρω μου. Ήμουν ανάσκελα στα ξερόχορτα και το κεφάλι μου πονούσε παντού. Ανακάθισα προσπαθώντας να συνέλθω. Όταν γύρισα να κοιτάξω δεν είδα πουθενά τον Αλή. Πήγα προς τη σκηνή, κι εκεί ήταν».

Τα κόκκινα μάτια του Σάββα είχαν γεμίσει δάκρυα. Τα σκούπισε να την ανάστροφη του χεριού του και κοίταξε το συννεφιασμένο ουρανό.

«Στ’ ορκίζομαι στην ψυχή του Γιάννη μου, κοπελιά, δεν έχω ξανανιώσει έτσι. Ήταν σχεδόν κομματιασμένος. Δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές τον είχαν μαχαιρώσει. Είκοσι, τριάντα; Το αίμα ήταν κάτι φρικτό, μια ολόκληρη λίμνη που είχε ποτίσει τα πάντα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν σε πανικό. Αυτά τα κτήνη είχαν σκοτώσει έναν άνθρωπο, χωρίς λόγο, χωρίς κανένα λόγο. Μόνο και μόνο επειδή ήταν μετανάστης, μόνο και μόνο επειδή…».

Σταμάτησε απότομα κοιτάζοντας με στα μάτια.

«Μη με κοιτάζεις έτσι», είπε επιθετικά. «Κι εσύ το ίδιο θα ένιωθες. Φόβο. Όχι τον απλό γνώριμο φόβο, αλλά κάτι βαθύτερο, κάτι που ξύπνησε μέσα μου μια ανεξέλεγκτη φυγή. Ναι, το έβαλα στα πόδια. Μάζεψα τη σκηνή όπως-όπως, λίγα από τα υπάρχοντα μου και το έσκασα. Τον άφησα εκεί. Δειλός χίλιες φορές, αλλά εκείνος ο φόβος ρίζωσε μέσα μου, κι από τότε τρέχω να ξεφύγω. Κρύφτηκα σε μια παλιά εγκαταλειμμένη αποθήκη. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο έμεινα εκεί. Έτρωγα λίγο μπαγιάτικο ψωμί, και δυο βρωμερές κονσέρβες που μάλλον είχαν χαλάσει με τη ζέστη. Βγήκα όταν τελείωσε το νερό. Άλλαξα ρούχα, άλλαξα όσο μπορούσα. Ξαναγύρισα εκεί ένα βράδυ, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Τον είχαν πάρει».

Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο.

«Τον έκλαψα, στ’ ορκίζομαι. Τον έκλαψα όσο είχα κλάψει και το γιο μου. Ίσως περισσότερο, ίσως όσο δεν είχα μπορέσει να κλάψω το γιο μου. Ήταν ο γιος κι ο αδερφός μου μαζί. Ο πατέρας του περιμένει ακόμα. Η γυναίκα και οι κόρες του ποιος ξέρει τι απέγιναν. Κι έμεινα μόνος, πιο μόνος από πριν».

Κάθισα δίπλα του στο λερό πάτωμα της σκηνής. Άναψα κι εγώ ένα τσιγάρο. Ρούφηξα λίγη μπύρα. Ένιωθα σαν ηλίθια. Μόλις μια ώρα πριν προσευχόμουν να χιονίσει, να πιάσει παγωνιά. Σκεφτόμουν πόσο σιχαινόμουν τη δουλειά μου, πόσο εγκλωβισμένη ένιωθα, πόσο άδικο ήταν να τρώω τη ζωή μου σε ένα τηλεφωνικό κέντρο. Τώρα με αυτόν τον άντρα να μου μιλάει έτσι, κατάλαβα πως δεν ήμουν τίποτε άλλο από ένα εγωιστικό, κακομαθημένο μοναχοπαίδι, που στάθηκε λίγο πιο τυχερό. Ήμουν όμως μόνο αυτό; Θα μάθαινα αργότερα για όλα αυτά. Για την ώρα με απασχολούσε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να φύγω και να τον αφήσω έτσι.

«Σάββα, σκέφτηκες ποτέ να γυρίσεις πίσω;».

Έβαλε τα γέλια. Τέτοια γέλια που τρόμαξα. Το σώμα του τρανταζόταν και πνίγηκε με τον καπνό του τσιγάρου του. Τέλος με κοίταξε γελώντας ακόμα.

«Να γυρίσω; Σε τι; Στα σκατά; Σε όλους αυτούς που με παράτησαν να σαπίσω; Στον κόσμο σας; Να πάει να γαμηθεί, κοπελιά ο κόσμος σου και τα σκατά του», συνέχισε και είχε σταματήσει να γελάει.

Με  κοίταξε με ένα βλέμμα που με έκανε να παγώσω χίλιες φορές πιο πολύ από όσο ο άνεμος.

«Όσο αντέξω», είπε. «Άλλωστε χρωστάω και δυο ζωές. Του Γιάννη και του Αλή. Θα πρέπει να τις ξεπληρώσω κάποτε. Και περιμένω με λαχτάρα αυτή τη στιγμή».

Δεν είπα πάλι την ηλίθια λέξη «καταλαβαίνω». Δεν καταλάβαινα. Κατανοούσα, ναι, με το νου, με το μυαλό, με τη λογική, αλλά τίποτα από αυτά που είχα ακούσει και ζήσει εκείνο το βράδυ δεν ερμηνεύονταν με τη λογική. Η καρδιά μου άκουγε κι αυτή, αλλά δεν είχα παρόμοια εμπειρία για να νιώσω τα όσα είχα ακούσει. Κι όμως τα λόγια του Σάββα έμπαιναν σαν μυτερά καρφιά στα σωθικά μου. 

«Άντε τώρα, πήγαινε κι εσύ στο σπίτι σου. Θα ανησυχεί ο άντρας σου», είπε βραχνά.

Είχε γυρίσει το κεφάλι του προς το ποτάμι.

«Σου έδωσα ωραίο θέμα για ιστορία, ε;», είπε και κατάλαβα αμέσως την ειρωνεία στα λόγια του. «Πήγαινε σπίτι σου».

Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του.

«Θα είσαι αύριο εδώ;», ρώτησα δειλά.

«Δεν ξέρω», είπε χωρίς να με κοιτάξει.

«Αν είσαι θα σου φέρω φαγητό και ένα sleeping bag. Για να μην κρυώνεις. Και τσιγάρα».

«Ευχαριστώ. Καληνύχτα».

«Καληνύχτα».

Έφυγα αφήνοντας τον μόνο. Μόνος, ε; Περπάτησα μέχρι το σπίτι. Ο παγωμένος άνεμος μου έσκιζε το δέρμα, αλλά ήξερα πως με περίμενε ζεστό μπάνιο, ζεστό σπίτι, θερμοφόρα, ζεστό τσάι, ο σύζυγος…

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Κατά τα χαράματα μόνο με πήρε ο ύπνος. Με ξύπνησε ο γάτος μου στις εντεκάμισι και βγήκα για ψώνια, με τα λίγα λεφτά ππου ξαναδανείστηκα. Στη μία ήμουν στο δρόμο για την καβάτζα του Σάββα. Δεν ήταν κανένας εκεί. Μόνο μερικά αποτσίγαρα κι ένα άδειο μπουκάλι που μύριζε τσίπουρο. Άφησα τα πράγματα που κουβαλούσα κάτω από ένα δέντρο, κάπου που να είναι προφυλαγμένα από την υγρασία κι έφυγα για τη δουλειά. Την επόμενη μέρα έλλειπαν.

Δεν ξέρω αν τα πήρε ο Σάββας ή κάποιος άλλος άστεγος, ή ακόμα και κάποιος τυχαίος περαστικός.

Δεν είδα ξανά το Σάββα, αλλά κάθε φορά που κάνω τη διαδρομή από τη δουλειά ως το σταθμό των Πετραλώνων τον θυμάμαι. Στέλνω μια νοερή ευχή στο σύμπαν, στους θεούς του κόσμου να τον βγάλουν από το σκοτάδι που βρίσκεται. Κι έρχονται κάποιες φορές που βλέπω το πρόσωπο, τα μάτια, την ιστορία του, τη ζωή του στο παρόν πολλών ανθρώπων. Κι όταν γίνεται αυτό αγκαλιάζω σφιχτά τους αγαπημένους μου και ξέρω ότι αυτοί είναι ότι μου μένει για να λέγομαι άνθρωπος. Ούτε δουλειά, ούτε λεφτά, ούτε καριέρες, ούτε τίποτε άλλο. Η ζωή είναι εδώ και δεν χαρίζεται σε κανέναν.

Η Ευθύνη του Λόγου-μια ευχή για το 2019

Η Ευθύνη του Λόγου-μια ευχή για το 2019

Οι δημιουργοί, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι εν γένει συνηθίζουμε να ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας και να παραδίδουμε στο κοινό το έργο μας, που η σύλληψή του συμβαίνει εν μέσω κρίσεων.

Τι σημαίνει Κρίση όμως τελικά; Ποιος είναι ο Κριτής και ποιος ο Κρινόμενος; Ή μήπως η ίδια η λέξη Κρίση είναι μια βολική δικαιολογία ώστε να πετάξουμε από επάνω μας την ευθύνη του εαυτού μας και να κατηγορήσουμε, πικροθρηνωδώντας, όλους τους «κακούς» – με ή χωρίς εισαγωγικά – αυτού του κόσμου για τις συμφορές που μας βρήκαν; Χμμμ!

Ή μήπως είναι μια ακόμα πιο ωραία δικαιολογία για να μαστιγώσουμε αλύπητα τον δικό μας «κακό» εαυτό; Αυτόν που δεν επιτρέπουμε να φανεί προς τα έξω; Τον “μη καθωσπρέπει”, τον άγριο, τον αδάμαστο, το θυμωμένο, το σκληρό, τον ευαίσθητο, τον τρομαγμένο, τον πληγωμένο εαυτό μας; Και μετά να τον παραχώσουμε κάτω από το χαλάκι του υποσυνείδητου, ξεχνώντας, για άλλη μια φορά την παρουσία του;

ΚΑΘΕ άνθρωπος – συγγραφέας ή μη – δημιουργεί πραγματικότητες με το λόγο και τα γραφτά του, και αυτές οι πραγματικότητες επηρεάζουν πρώτα από όλα τον ίδιο. Φυσικά, αν μιλάμε για συγγραφέα, δεν γίνεται να γράφει διαρκώς για ροζ συννεφάκια που πάνω τους χορεύουν γαλάζιοι μονόκεροι βγάζοντας από το στόμα μαλλί της γριάς και από τον ποπό τους ζαχαρωτά – αν και ένα τέτοιο μικροσύμπαν θα ήταν μια ωραία ανάπαυλα από την αγχωτική καθημερινότητα των περισσοτέρων.

Όμως ο καθένας μας φτιάχνει μικροσύμπαντα με κάθε λέξη που αποφασίζει να ξεστομίσει ή να γράψει, ακόμα κι αν αυτή απευθύνεται προς τον εαυτό του. Και για να ακριβολογήσω ΚΥΡΙΩΣ αν απευθύνεται στον εαυτό του. Διότι απευθυνόμενοι προς τον πρωταγωνιστή της δικής μας ζωής, της δικής μας προσωπικής ιστορίας, δηλαδή τον εαυτό μας, φέρνουμε ουσιαστικά σε εμάς τους ίδιους ως πραγματικότητα τα όσα μας λέμε.  Η ουσία, είτε αυτό αρέσει σε κάποιους είτε όχι, είναι πως είμαστε οι σκέψεις μας, γιατί οι σκέψεις μας οδηγούν σε πράξεις, και όχι κατ’ ανάγκη ταυτόσημες με τις σκέψεις. Αλλά πάντως είναι άμεσα συνδεδεμένες.

Εξ’ ου και η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ είναι η πρωταρχική επίγνωση που οφείλει να έχει όχι μόνο ο συγγραφέας, αλλά ο κάθε άνθρωπος, δεδομένου ότι χρησιμοποιούμε και τον γραπτό και τον προφορικό λόγο σε κάθε μας στιγμή, ακόμα κι όταν είμαστε μόνοι. Οι λέξεις έχουν δύναμη. Να στρέφουν τις επιλογές μας προς μια κατεύθυνση. Άρα και τη ζωή μας. Η ευθύνη για το προς τα πού θα πάει η ζωή μας είναι συνυφασμένη σε μεγάλο βαθμό με το πού θέλουμε να πάει. Καθότι, αν δεν κοιτάζουμε εκεί που θέλουμε να πάμε, θα πάμε εκεί που κοιτάμε.

Καλή χρονιά να έχουμε.

Η Εποχή του Κορακιού

Η Εποχή του Κορακιού

“Μαύρα πουλιά, που κάποτε ήσασταν παραμύθια…”

Από τα μισά του φθινοπώρου κι ως την αυγή του χειμώνα είναι η Εποχή του Κορακιού.

Ο ουρανός σκοτεινιάζει, συννεφιάζει, μελαγχολεί, πικραίνεται, δακρύζει…

Η γη νυστάζει, τα ξέφτια της ομίχλης σέρνονται αργά πάνω στα δέντρα, στις ερημιές, στα σιωπηλά χωριά, στις απρόσωπες πόλεις. Γύρω από τα φώτα του “πολιτισμού” μικρές σκιές σχηματίζονται, σαν για να κλέψουν, λες, τις τελευταίες ελπίδες ότι ο ήλιος θα δυναμώσει και πάλι, το σκοτάδι θα ξαναφύγει για την εξορία που του έχουμε προσφέρει για κατοικία.

Τα Κοράκια πετούν χαμηλά, με τις φτερούγες τους να σπάνε τη σιωπή. Το πέταγμά τους είναι βαρύ, ξέχωρο, δυνατό, στιβαρό. Η φωνή τους σκληρή, διαπεραστική, τρομακτική, αδυσώπητη.

Πετούν πίσω από το άρμα του Θανάτου. Μιλάμε φυσικά συμβολικά για το Θάνατο – ή τον Ύπνο, γιατί κάποιες φορές μπορεί αυτά τα δυο δίδυμα αδέρφια να παίρνουν το ένα τη θέση του άλλου – της Φύσης, που σηματοδοτείται από την τελευταία σοδειά. Από τον τελευταίο καρπό, αυτόν που προσφέρθηκε στη Μεγάλη Φωτιά της Πανσελήνουν ή της Νέας Σελήνης – όποια είναι πλησιέστερη – του Samhain.

Στα παλιά χρόνια στη χώρα μας ο Νοέμβρης ήταν ο Σποριάς. Οι αγρότες γιόρταζαν το “Μικρό” Άη-Γιώργη στις 3 Νοέμβρη, ευλογώντας τον καρπό που θα γινόταν ο σπόρος για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς, το σπόρο που την άνοιξη, την εποχή του “Μεγάλου” Αη-Γιώργη, θα έβλεπαν τον κόπο τους να αποδίδει. Παράλληλοι βίοι με παράλληλους συμβολισμούς θανάτου και αναγέννησης της ίδια στιγμή. Δεν είναι τυχαίο που στην αγγλική γλώσσα οι λέξεις Τάφος-Tomb και Μήτρα-Womb ηχούν παρόμοια.

Το Κοράκι είναι εδώ…

Το Λευκό Κοράκι, η Branwen, η αδελφή του Bran για την κέλτικη παράδοση, στην αρχαία ελληνική μυθολογία είναι το πλάσμα που ο Απόλλων κατακαίει μόνο και μόνο επειδή δεν έβγαλε τα μάτια του Ίσχυ κι έτσι εκείνος ζευγάρωσε με την Κορωνίδα, την αγαπημένη του Απόλλωνα, το στέμμα της βασιλείας του, όταν εκείνη ακόμα κυοφορούσε τον Ασκληπιό. Μια ιστορία γεμάτη αρχέτυπα, που μέσα από την ερμηνεία της μπορούμε να δούμε ψήγματα της βίαιης και σκληρής “δικτατορίας του φωτός”, του ήλιου εκείνου που συμβολίζεται από τον Απόλλωνα, το σκληρό φως που καίει τη Γη, που απεχθάνεται τις χθόνιες δυνάμεις, τις κυνηγά, τις κομματιάζει και διασκορπίζει τα κομμάτια τους σε όλη την οικουμένη – όπως στην ιστορία του Πύθωνα, του Δράκου της Γαίας, της Αρχέγονης Δημιουργίας.

Το Κοράκι, μαύρο πια, θριαμβεύει αυτή την εποχή, θυμίζοντας σε όλους, θνητούς κι αθάνατους, πως ο Κύκλος είναι η αναπόφευκτη πορεία, οι Μοίρες πάνω από τους θεούς… Το Κοράκι εμφανίζεται για να καθαρίσει τη γη από όσα η ίδια δεν μπορεί να αφομοιώσει, από τα νεκρά σώματα των ζώων, των ανθρώπων, των καρπών… Χωρίς την Αλχημεία του Κορακιού, ο κόσμος μας θα ήταν γεμάτο γωνιές σήψης και παρακμής.

Δεν είναι τυχαίο που στις πόλεις σχηματίζονται τέτοιες “εστίες”, αφού το άγριο Κοράκι δεν είναι ευπρόσδεκτο σε αυτές. Δεν το καλούμε πια να καθαρίσει τη νεκρή σεσηπυία σάρκα της, αυτήν που έχει πεθάνει πια, ώστε να μη γεμίσουμε αποστήματα. Αντίθετα, τα διώχνουμε μακριά, ως οιωνούς κακοδαιμονίας, θανάτου και συμφοράς, όπως κάποιοι μας έπεισαν πως είναι. Μα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, μιας και το Κοράκι σηματοδοτεί το τέλος της εποχής του Θανάτου και τη Σπορά της Αναγέννησης. Μιας Αναγέννησης που χρειάζεται να κοιμηθεί σαν σποράκι στην αγκαλιά του χειμώνα, για να ανθίσει την άνοιξη.

Κοντεύουμε πια όλοι να ξεχάσουμε…

Μόνο κάπου στο βορρά ακόμα θυμούνται πως είναι σύμβολο Μνήμης και Γνώσης, τα Κοράκια του Όντιν…

Κι αλλού πως είναι η Lady Morrigan, η κυρά του Πολέμου, της Νίκης και του Θανάτου, η Τριπλή Θεά της Σκοτεινής Εποχής, της Εποχής του Κορακιού. Όταν πια ο Πόλεμος τελειώνει και ο κόσμος ζητά ανάπαψη στην παγωνιά του χειμώνα. Γιατί το Κοράκι έρχεται μόλις η μάχη έχει τελειώσει. Όχι για να στεφανώσει το νικητή, αλλά για να λυτρώσει το νεκρό, να συνοδέψει την ψυχή του στην αγκαλιά της θείας αγάπης.

Και είμαστε και κάποιοι άγνωστοι ποιητές  που ακόμα ακούμε με λαχτάρα τον κρωγμό τους.

“Μαύρα πουλιά, που κάποτε ήσασταν παραμύθια…”

 

 

Forest Journey-Bard’s Tales Volume I

Forest Journey-Bard’s Tales Volume I

Once upon a time and forest…
There lived a tree.

A tall silver birch. She was slender and gracious and her branches were reaching for the sky. But her roots… oh her roots. They were delving deep in the earth, searching for the dark places where the little spirits of the stones are hiding. They are shy, you know, the stone spirits. Quite and patient they are, sometimes short and wrinkled because they smile a lot. And from time to time they bring a shiny gem to gift the trees. So our birch was eager to have one of these gems. And she was whispering under the sky her song… long forgotten by mankind.

One day, ending the winter time, a beautiful stone in the color of the bright red of blood, was caught in one of the smallest of roots. The birch was excited and slowly but steadily moved her roots in order to make the stone come to the light. Days passed and nights followed and one day just before dawn a lady walked into the woods to be alone and think of the next book she wished to write. She had long flowing hair in the colour of the vivid flames, and bright eyes playful as the sea.

“My goodness”, she exclaimed. “A dancing birch”.

She laughed merrily. And started to sing. Her voice was warm and deep and honest, like the crackling fire of the hearth. And the birch was so happy. Finally a human who could see a tree as it really was. A true dancer of the woods. The lady touched the trunk and the birch felt her pulse and her heart that was full of joy and full of scars. Unseen but yet existing.

The tree moved one last time before the first crack of dawn. A ray of sun shined and put fire on the hair of the woman. She bowed her head to the sun and her eyes caught the glimmering red of the stone. The beautiful Ruby that saw the light for the first time.

“What is this? A gem”, said the woman and picked it. “Is that a gift from a friend of yours?”, laughed and bowed to put the gem back to the roots.

But the birch with one sudden reaction shed her last three leaves on the head of the lady. The woman thanked the tree and put the Ruby back on the roots.

“Three leaves from a birch is three wishes granted”, she said. “Thank you”.

She took the leaves, placed them in her pouch and continued her morning walk. The birch danced a little more in the merry thought that some people could remember the song of the trees.

Η Θάλασσα κι ο Βασιλιάς

Η Θάλασσα κι ο Βασιλιάς

Ήταν μια άλλη Εποχή, ένας άλλος Κόσμος, κι ο Ουρανός είχε αλλιώτικο χρώμα, πιο ζωντανό, και μετεωρίτες έσκιζαν τον ορίζοντα, αλλάζοντας διαρκώς τα πάντα. Και η Γαία με τους εραστές της, τον Πόντο, τον Τάρταρο και τον Ουρανό ήταν αγαπημένοι, και δημιουργούσαν διαρκώς παιδιά. Μα κάποτε ήρθε η Μεγάλη Διχόνοια και πόλεμοι κοσμικοί ξεκίνησαν ανάμεσα στα άστρα. Ο κάθε Βάρδος έχει αλλιώτικη μια ιστορία να πει για αυτούς τους πολέμους, και σχεδόν κάθε φορά άλλη είναι η αιτία, αλλά πάντα η Διχόνοια και ο Φόβος για την απώλεια της Εξουσίας ήταν στον πυρήνα.

Λέει μια παλιά ιστορία πως ο Κρόνος, ο Χρόνος ο Πανδαμάτωρ, ο Ουρανίδης Τιτάνας, κάποτε με μια άρπη από Αδάμα, φτιαγμένο από την ίδια τη Γαία, έκοψε τη σύνδεσή της με τον Ουρανό. Και από το αίμα του ξεπήδησαν οι εκδικήτρες Ερινύες. Μα στη Θάλασσα έπεσε κάτι πολύτιμο και βγήκε λένε η Αφροδίτη, η κυρά της Θάλασσας με τα μακριά μαλλιά της να ντύνουν το λευκό της σώμα, και περπάτησε στη Γη.

Όμως φλυαρώ πολύ και πρέπει να φτάσω εκεί που αρχίζει η Θάλασσα για να σας εξιστορήσω της ιστορία της Βασίλισσάς της. Είχε τόσα ονόματα που δεν θα φτάσουν δώδεκα βιβλιοθήκες για να τα πούμε, πόσο μάλλον για να αφηγηθούμε τις ιστορίες τους. Μα κάποτε, μια ιστορία γράφτηκε, κι έλεγε για Εκείνη που ήταν παντοδύναμη, και όριζε όσα πλάσματα κατοικούσαν εντός της, κι ότι έπλεε επάνω της -ό,τι εκείνη επέτρεπε να πλεύσει επάνω της. Στα νησιά οι κάτοικοι της πρόσφεραν στεφάνια φτιαγμένα με ρόδα και άλλα ευωδιαστά άνθη. Με αυτά ξεπροβόδιζαν τους ναυτικούς τους όταν ξεκινούσαν για ταξίδι. Και όσοι έμεναν πίσω της τραγουδούσαν στις ακρογιαλιές ή σε ξέφωτα που τα κύκλωναν κυπαρίσσια. Γιατί εκεί έβρισκαν παρηγοριά όσοι έχαναν έναν δικό τους στη θάλασσα, αφού τόπο να τον θάψουν, να τον κάψουν ή να τον θρηνήσουν άλλον δεν είχαν.

Πλούτο πολύν έφερναν από τη θάλασσα τα πλεούμενα. Ψάρια και θαλασσινά,  κοχύλια και μαργαριτάρια, κι ένα σωρό σπάνια καλούδια που στη στεριά δεν έβρισκε κανείς. Και οι άνθρωποι είχαν όλα όσα λαχταρούσαν, και ζούσαν χρόνια πολλά και σε ειρήνη σε ένα θαυμαστό βασίλειο που αιώνες τώρα κείτεται βυθισμένο σε μια μακρινή θάλασσα. Κανένας δεν ήθελε περισσότερα από όσα είχε…

Μόνο που… κάποτε ο Χρόνος τους έφθειρε και γύριζαν στη Γαία να της χαρίσουν τους τελευταίους χυμούς τους, αντάλλαγμα μικρό για όσα εκείνη τους πρόσφερε. Μα οι αγαπημένοι τους άρχισαν να θρηνούν το θάνατο των δικών τους, και όχι να γιορτάζουν τη ζωή που έζησαν αυτοί μετά την επιστροφή τους στη Γαία. Και η θλίψη και ο φόβος γέννησαν τη Λήθη. Κι έτσι ξέχασαν πως αυτό ήταν μόνο ένα ταξίδι προς την αναγέννηση με νέο πιο εύρωστο σώμα, και άρχισαν να αναζητούν με όλο και πιο μεγάλη εμμονή το μυστικό των θεών, το μυστικό των Τιτάνων, την Αθανασία. Ξέχασαν πως την είχαν ήδη μέσα τους.

Στην προσπάθειά τους αυτή άρχισαν να εχθρεύονται τη Γαία και τη Θάλασσα, να τις βλέπουν σαν αδηφάγους τάφους που κατάπιναν τη ζωή. Κι έτσι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τη γνώση και την ενέργεια που τους πρόσφερε άπλερα το Σύμπαν για να τη στρέψουν εναντίον της ίδιας της φύσης. Άρχισαν να καταστρέφουν και να διαρρηγνύουν για να ανακαλύψουν τη δομή των πραγμάτων, κι έτσι κατέστρεφαν την ομορφιά τους και την τελειότητά τους, όπως ένας σπουδαίος Βάρδος είχε κάποτε πει.

Και κάποια μέρα εφιαλτική το πρώτο πείραμα ήρθε… ο βασιλιάς ζητώντας να γίνει αθάνατος ζευγάρωσε με πλάσματα εκτός της φύσης… και ο Κόσμος τραντάχτηκε μεμιάς. Και η Θάλασσα σηκώθηκε ψηλά και έπνιξε το ευλογημένο βασίλειο. Όσοι μπόρεσαν να σωθούν κατέφυγαν σε άλλες ηπείρους και σε μια από αυτές συνέχισαν τα πειράματά τους. Τον νεκρό βασιλιά τον ονόμασαν θεό και τον λάτρευαν, και στο όνομά του ζήτησαν να διαφεντέψουν Γη και Θάλασσα.

Και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος από το να βρουν και να φυλακίσουν τη Βασίλισσα της Θάλασσας, τη Μεγάλη Θεά, και μαζί να εκδικηθούν στο όνομα του θεού τους που τους μιλούσε πια με τη φωνή των ανθρώπινων ιερέων του; Μα μπορείς να αρπάξεις τη Θάλασσα και να την κρατήσεις αιχμάλωτη; Όχι, αλλά… μπορείς να φυλακίσεις τα παιδιά της.

Κι έτσι ξανοίχτηκαν στα πέλαγα οι απεσταλμένοι των μάγων και των ιερέων της διάσπασης και όπου έβρισκαν θαλασσοκόρη την άρπαζαν και την έκλειναν στα αμπάρια των καραβιών τους. Κι όταν τις είχαν αιχμαλωτίσει σχεδόν όλες ρίχτηκαν πάνω σε ένα κήτος πελώριο και το σκότωσαν. Από το σκελετό του έχτισαν ένα καράβι τόσο τρομερό που ακόμα  η Θάλασσα ταράζεται σαν το θυμάται και σηκώνει κύματα βουνά και παίρνει μαζί της τους άπληστους και τους δουλεμπόρους. Όποιο πρόσωπο και να πάρουν οι μαύρες ψυχές τους.

Έκατσαν στην ακτή οι τεχνίτες κι έφτιαξαν το καράβι από τα κόκκαλα του κήτους και στα ενδιάμεσα, για να είναι στεγανό έστρωσαν τα δέρματα των θαλασσοκορών, τα φτερά των σειρήνων, τις ουρές των γοργονανθρώπων, τα μαλλιά των κυράδων του νερού. Και εκείνες τις κλείδωσαν σε βαθιές στοές κάτω από τη γη.

Το τρομερό καράβι όργωνε τη θάλασσα και η Βασίλισσα ένιωσε τον πόνο των παιδιών της και βγήκε πάνοπλη στον αφρό με τα λευκά της μαλλιά να ανεμίζουν. Σήκωσε το τσεκούρι της με το χαραγμένο χρυσό φεγγάρι να κόψει στα δυο το φρικαλέο πλεούμενο, μα όπως έπεσε η πρώτη τσεκουριά, τα δέρματα των θαλασσοπαιδιών σάλεψαν και ο θρήνος τους ακούστηκε ως τα άστρα.

Το τσεκούρι έπεσε από το χέρι της και καρφώθηκε καταμεσής στο κατάρτι που όμως άντεξε. Εκείνη άρχισε να κλαίει και δάκρυα κόκκινα σαν το αίμα των παιδιών της έβαψαν τα λευκά σαν αφρό μαλλιά της. Και σήκωσε τα μάτια να κοιτάξει τ’ άστρα και να ζητήσει βοήθεια από τους Πρωτογέννητους, μα δεν πρόφτασε.

Με χάλκινα δίχτυα την άρπαξαν οι ιερείς με τις σκοτεινές ψυχές και εκείνη αδύναμη να αντιδράσει βρέθηκε αιχμάλωτη σε έναν πύργο φτιαγμένο από πάγο μακριά στο βορρά. Εκεί που ανθρώπου ανάσα δεν ακούγεται. Σε μια φυλακή καμωμένη από αγκάθια που μοιάζουν με ασημένια άστρα και περιστρέφονται γοργά και αδυσώπητα, αιχμάλωτη στα χάλκινα δεσμά της, ανίκανη να βρει δρόμο να γυρίσει πίσω στη θάλασσα, στον αγαπημένο της Πολεμιστή, στα παιδιά της.

Κι έτσι εκείνη η πανώρια Βασίλισσα ξεχάστηκε από όλους. Μα η Θάλασσα πρόφτασε και μια τελευταία φορά σηκώθηκε πελώρια πάνω από τον τόπο όπου ο νεκρός βασιλιάς που ζευγάρωνε με τα ζώα και τα πλάσματα της αβύσσου λατρευόταν σαν θεός. Και την κατάπιε για πάντα.

Ακόμα πιο λίγοι επέζησαν αυτή τη φορά. Κάποιοι πήραν το τελευταίο καράβι για τη δύση, άλλοι το τελευταίο καράβι για την ανατολή. Στην πρώτη στεριά που βρήκαν κατέβηκαν και δοκίμασαν να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή. Οι λαοί που ζούσαν στη νέα τους πατρίδα τους υποδέχτηκαν σαν θεούς. Κάποιοι από αυτούς, μέσα στην αλαζονεία τους δέχτηκαν τον τίτλο και άρχισαν και πάλι να καταδυναστεύουν και να καταστρέφουν την Αρμονία.

Μα ήταν και κάποιοι που το κακό που συνέβη τους ξύπνησε μνήμες τρομερές. Και αποφάσισαν να βαδίσουν έναν άλλο δρόμο. Αυτόν του περιπλανώμενου Βάρδου, που όταν δεν έχει μια ιστορία να πει, θρηνεί με τα μάτια καρφωμένα στα άστρα για τον ευλογημένο τόπο που ακόμα κοιμάται κάτω από τα κύματα…

 

Samhain και Καταχνιάρρρ…

Samhain και Καταχνιάρρρ…

 

By the power of Star and Stone,
by the power of the Land within and without,
by all what is Fair and Free,
we invite you to this rite of Samhain.

Samhain…, αγαπητοί μου, και ουχί Halloween. Και προφέρεται Σά(γ)ουιν.

Αυτή είναι η γιορτή.

Turnips κι όχι pumpkins.

Καθότι οι κολοκύθες εφύοντο πέραν του Μεγάλου Ποταμού – ήγουν του Ατλαντικού – κατά την εποχή που οι αρχαίοι Ευρωπαίοι γιόρταζαν το τέλος του καλοκαιριού, ή μάλλον ακόμα καλύτερα την τελευταία σοδειά.

Κοράκια; Φυσικά! Τα κοράκια είναι τα πλάσματα που καθαρίζουν τον κόσμο μας από ό,τι περιττό, ό,τι έχει πια πεθάνει και η σάρκα του λαχταρά να δώσει πάλι δύναμη στους ζωντανούς.

Γάτες ναι! Γάτες πάντα! Γιατί οι γάτες είναι πλάσματα συνδεδεμένα με τη Σελήνη, με τη νύχτα που μεγαλώνει αισθητά, με τα σκοτεινά μέρη της πόλης και της εξοχής, εκεί που τα ελαφρά τους ποδαράκια μπορεί να τρομάξουν τον ανυποψίαστο διαβάτη, αλλά πάνω από όλα οι γάτες είναι φύλακες στις πύλες του Αλλόκοσμου. Μπορούν να χαθούν τόσο εύκολα και να επιστρέψουν όταν δεν το περιμένουμε. Περνάνε στις διαστάσεις του Πέρα από Δώθε, και αυτή τη λάμψη της γνώσης την αντικρίζουμε στα μάτια τους, στο βλέμμα αυτό που σαγηνεύει, καθηλώνει ή φοβίζει… ανάλογα με το τι κρύβει κάποιος στην ψυχή του.

Η Κέλτικη Πρωτοχρονιά ήταν το Samhain, όταν το πέπλο ανάμεσα στον Φυσικό μας Κόσμο και στον Αλλόκοσμο είναι πιο λεπτό από ποτέ. Είναι η εποχή που τα πνεύματα των ζωντανών μπορούν ευκολότερα να επικοινωνήσουν με τα πνεύματα των προγόνων τους. Είναι η εποχή που οι νεκροί ψιθυρίζουν τα μυστικά του Αλλόκοσμου στα αυτιά των ζωντανών. Και οι ψυχές των ζωντανών θυμούνται αυτά τα μυστικά και δεν λυπούνται πλέον για όσους πέρασαν πέρα από το πέπλο. Είναι η εποχή που ο Βασιλιάς της Δρυός, ο θεός που σκοτώθηκε στη μάχη με τον Βασιλιά του Οξύφυλλου, του σκιώδους αδελφού του, λαχταρά τη Θεά και πάλι, ψιθυρίζοντας στο αυτί της το μυστικό της αναγέννησης του. Και η Θεά ακούει προσεκτικά, και η επιθυμία της να τον ξαναδεί και πάλι να γεννιέται είναι τόσο δυνατή, που ενώνεται με τον Βασιλιά στον Αλλόκοσμο στον Ιερό Γάμο, και η σύλληψη του προμηνύει την γέννηση του.

Ω ναι, τη γέννηση που θα δούμε να συμβαίνει στις 21 Δεκέμβρη.

Οι νεκροί περπατούν στη Γη αυτές τις ημέρες – και νύχτες. Τα πλάσματα του Αλλόκοσμου βρίσκουν αφύλαχτες τις Πύλες και το πέπλο ανάμεσα στους Κόσμους λεπταίνει, γίνεται διάφανο, σαν ιστός αράχνης… Τόσο εύκολο να περάσουμε; Μα αν περάσουμε, ποιος μας εγγυάται πως θα επιστρέψουμε στο Μεσόκοσμό μας, στο εδώ και στο τώρα; Κανένας και σας το υπογράφω με χυμό turnip. Και είναι ευγενικό να τους βοηθήσουμε να βρούνε το δρόμο τους για τα Μονοπάτια των Άστρων. Πιστέψτε με, γελούν κι εκείνοι όταν βλέπουν το κεράκι μέσα στην κολοκύθα ή το γογγύλι, ή έστω στο φαναράκι που θα αφήσουμε αναμένο έξω από το παράθυρό μας.

Και θα μου πείτε τώρα τι μας νοιάζει για αυτά τα μακρινά, τα ξενόφερτα, των βελανιδοφάγων του βορρά;

Χα! Σας την έσκασα! Γιατί όλους μας αφορά ο κύκλος της Ζωής, του Θανάτου και της Αναγέννησης.

Η Ζωή τρέφεται με Θάνατο κι ο Θάνατος με Ζωή.

Είναι ένα αέναο σύστημα αλληεξάρτησης, που έχει τις απαρχές του στην ίδια τη Δημιουργία. Το παλιό δίνει τη θέση του στο καινούργιο. Όταν ο ρόλος του ολοκληρωθεί στη Ζωή και πρέπει να αποχωρήσει – ή να προχωρήσει, ποιος μπορεί να το πει με σιγουριά; – τότε προσφέρει μέρος της ζωτικής του ενέργειας και της υλικής του εκφανσης στο καινούργιο που λαχταρά να γεννηθεί, να αναπτυχθεί, να μεγαλουργήσει, να απολαύσει, να χαρεί, να γείρει κάποια στιγμή στον κορμό του έλατου και να αποκοιμηθεί, για να ξυπνήσει στο Όνειρο που θα ξαναγίνει Ζωή.

Τελικά υπάρχει διέξοδος από τον αέναο κύκλο; Κι αν υπάρχει, την απάντηση δεν θα την βρούμε σε αυτό το μικρό κείμενο.

Γιατί όμως οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να γιορτάσουν την τελευταία σοδειά;

Διότι εκείνες τις παλιές εποχές η τροφή ήταν σημαντική. Οι λιμοί δεν ήταν σπάνιοι, ο καιρός δύστροπος έκανε τις σοδειές πολλές φορές να καταστρέφονται, η φτώχεια, η παγωνιά, οι αρρώστιες, οι κακουχίες έστελναν στο θάνατο μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Κι έπρεπε ο Θάνατος, ο Χάρος, όπως τον λέμε στα μέρη μας, να τιμηθεί το ίδιο όπως και η Ζωή που γιορτάζουμε την άνοιξη. Για να έχουν οι άνθρωποι μια ελπίδα ότι μπορεί και να ξεφύγουν από το κοφτερό του λεπίδι στην επόμενη στροφή.

 

Κάθε Αρχέτυπο έχει τη θέση του στον Κύκλο. Και είναι σεβαστό. Οφείλουμε να το σεβόμαστε για να μας σεβαστεί όταν θα έρθουμε μπροστά του. Γιατί πάντα βρισκόμαστε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπροστά στα Αρχέτυπα. Και είναι εκείνες οι στιγμές στη ζωή που ονομάζουμε Σταυροδρόμια, κι άλλοι τους λέμε Τρίστρατα, σαν εκείνα της Εκάτης. Είναι οι στιγμές που παίρνουμε αποφάσεις, που όσο καθημερινές κι αν είναι θα καθορίσουν όλη μας τη ζωή. Ή το θάνατο. Έχω ακούσει από κάποιον να λέει πως ένας καλός θάνατος ίσως να είναι καλύτερος από μια καλή ζωή. Θα συμπληρώσω λέγοντας πως μια καλή ζωή κι ένας καλός θάνατος είναι δώρα σπουδαία. Που πρέπει να τα χειριζόμαστε με ευγνωμοσύνη.

Καλή γιορτή να έχουμε, λοιπόν, εμείς που στο -Ευρωπαϊκό – χωριό μας είχαμε Samhain κι όχι Halloween. Αλλά παραφράζοντας  τον Shakespeare…

“What’s in a name?

That which we call death
By any other name would smell as fallow.”

 

Κι ας κλείσω με μια τελευταία οδηγία-ξόρκι…

 

Κύκλος ιερός υφαίνεται με των θεών το υφάδι,

στων Κόσμων το αντάμωμα ανάμεσα θα στέκει.

Iστό Αράχνης, άτρωτο, μα και λεπτό σαν πέπλο,

αυτή τη νύχτα υφαίνουμε για να μας προστατέψει,

απ’ όσα πνεύματα γυρνούν στον κόσμο αυτή τη νύχτα,

τώρα που οι Νεκροί γυρίζουνε για να τους θυμηθούμε.

Τον Κύκλο τούτο Τρεις φορές θα υφάνουμε απόψε,

και της θεάς το όνομα στα χείλη μας να στέκει,

για του θεού το αντάμωμα στο Ιερό Κυνήγι,

όταν θα σμίγουνε μαζί στου Αλλόκοσμου τα βάθη.

 

 

Happily ever after…

Happily ever after…

Έχετε ποτέ αναρρωτηθεί γιατί ενώ στα παραμύθια όταν τα διαβάζουμε στα αγγλικά βλέπουμε να τελειώνουν με τη φράση “And they lived happily ever after”, εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν τους αφήνουμε να ζήσουν απλώς καλά, αλλά δηλώνουμε πως ζήσαμε κι εμείς καλύτερα;

Λοιπόν, εγώ το σκέφτηκα. Πολλά χρόνια τώρα. Κι ας τα πάρουμε από την αρχή…

Τι είναι το παραμύθι; Ετυμολογικά παραμυθούμαι σημαίνει παρηγοριέμαι. Αχααα! Παρηγοριά από τι; Ποιο μέγα κακό μας βρήκε και θέλουμε παρηγοριά; Ας μην ξεχνάμε πως τα παραμύθια, οι ιστορίες που λέγονταν γύρω από τη φωτιά, σπάνια ήταν για τα αυτιά παιδιών, αλλά για αυτά των ενηλίκων. Ναι, ναι, εκείνων που τους έτρωγαν στ’ αλήθεια οι λύκοι στο δάσος το χειμώνα, όχι επειδή ήταν κακοί – οι λύκοι, να ξηγούμαστε – αλλά επειδή πεινούσαν. Και για να πηγαίνουν στο δάσος οι άνθρωποι το χειμώνα, μάλλον δεν πήγαιναν για καλό. Πεινούσαν βλέπετε κι εκείνοι.

Μα η κόρη του άρχοντα είχε άλλες έγνοιες, γιατί τουλάχιστον η κοιλιά της ήταν γεμάτη και τα πόδια της ζεστά. Και βέβαια το τέρας που την άρπαζε ήταν χίλιες φορές πιο τρομερό και απειλητικό από την πείνα, το κρύο, την αρρώστια, το φόβο του θανάτου και της λησμονιάς, όπως τα βίωναν οι απλοί άνθρωποι…, ναι εκείνοι που έλεγαν τα παραμύθια. Οπότε όταν τελείωνε η δοκιμασία της και ο πρίγκιπας την έπαιρνε στο άλογό του κι έφευγαν στο ηλιοβασίλεμα, βέβαια ζούσαν happily ever after.

Και μη μου πείτε πως εμείς εδώ, ακόμα και με τις γεμάτες κοιλιές μας, τα ζεστά μας σπίτια, τα αγαπημένα μας πρόσωπα ζούμε καλύτερα από την πριγκίπισσα! Τότε γιατί αυτή η προσθήκη “κι εμείς καλύτερα”; Κι αν όντως καλύτερα, τότε πώς; Κι αν όχι, τότε – πάλι – πώς;

Οι απαντήσεις σε αυτά και μερικά ακόμα βαρύγδουπα ερωτήματα, που ίσως καθορίσουν το μέλλον μας -καλλιτεχνικό και καθημερινό – στο 4ωρο workshop Taleweaving, αυτή την Κυριακή 21 Οκτώβρη.

Το νέο Nimbus, Οκτώβριος 2018

Το νέο Nimbus, Οκτώβριος 2018

 

Περιοδικό Νimbus, τεύχος 21

Αιρετικοί Διαμορφωτές της Πραγματικότητας

Κυκλοφόρησε το 21ο τεύχος του περιοδικού Nimbus των εκδόσεων Άλλωστε και Locus-7!
Ο Τρυφερός Λαός των Βορείων Θαλασσών, Erik Smirneos
Αταβιστική Νοσταλγία, Andreas Soukeras
Όλα τα Χρώματα των Άστρων, Thanassis Vembos
Προφητεία: Μια Έννοια, μια Ιστορία,
Panagiotis Kardaris & Evangellia Thomou
«Για μια Ζωή Ελεύθερη, για μια Νεφέλη…», Dimitra Benisi
«Ο Τελευταίος Άνθρωπος…», Locus-7 Εκδόσεις & Γιώργος Μπαλάνος
Πυρολατρεία-Πυροφαγία, Χάρρυ Χουντίνι

Βιβλιοπαρουσίαση στο ΦantastiCon 2018

Βιβλιοπαρουσίαση στο ΦantastiCon 2018

Τι κάνει ένας λάτρης του Φανταστικού το πρώτο σαββατοκύριακο κάθε Οκτώβρη;

Χμμμ! Αν δεν το γνωρίζετε, ήρθε η ώρα να το μάθετε.

Πηγαίνει στο ΦantastiCon από το πρωί ως το βράδυ.

Και αν έχει και λίγο κέφι το απόγευμα της Κυριακής, εκεί κατά τις 4, ανεβαίνει στον 6ο όροφο και…

Ας δούμε λοιπόν τη βιβλιοπαρουσίαση για τον φανταστικό κόσμο της Erenyx και για τη συλλογή διηγημάτων “Κολοκύθες και Καταχνιάρρρ”.

Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Κόσμος στεκόταν όρθιος στην πόρτα για να ακούσει τα όσα θαυμαστά ειπώνονταν.

Ο Παναγιώτης Κάρδαρης προλόγισε εκ μέρους των εκδόσεων Άλλωστε και συντόνισε την παρουσίαση.

Για να πάρει το λόγο ο μοναδικός Θωμάς Μαστακούρης, ένας ζωντανός θρύλος του Φανταστικού στην Ελλάδα, με δεκάδες έργα στο ενεργητικό του. Ένας άνθρωπος με σπάνια ευγένεια, ήθος και χιούμορ, καθώς επίσης και βαθιά γνώση των μύθων και των θρύλων ειδικά της Ευρώπης.

Ο κος Μαστακούρης με το μαγικό του λόγο περιέγραψε γλαφυρά τα βιβλία της Erenyx, καταφέρνοντας να εισάγει κατ’ ευθείαν τους θεατές στο κλίμα του κόσμου αυτού που σιγά-σιγά υλοποιείται μέσα από τα βιβλία Οι Πάπυροι των Τεσσάρων Φεγγαριών και Οι Θάλασσες των Δράκων. 

Η ταλαντούχα ηθοποιός Ρηνιώ Καζάκου με τη σαγηνευτική της ερμηνεία, έβαλε όλους μέσα στο ονειρικό κλίμα των “Παπύρων” διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο “Η Γυναίκα της Θάλασσας”.

Ο μοναδικός ηθοποιος Στέλιος Τράκας που ήρθε από το Λονδίνο ειδικά για να πλαισιώσει την παρουσίαση, με τη σειρά του ζωντάνεψε όχι έναν, αλλά πέντε χαρακτήρες από το κεφάλαιο “Ο Μάγερας, ο Βασιλιάς, η Γυναίκα του και ο Πειρατής της”, θυμίζοντάς μας ότι όχι άδικα έχει επιλεγεί για αυτήν ακριβώς την πολυδιάστατη φωνή του να δίνει ζωή σε σημαντικούς χαρακτήρες μέσω του voice over σε σημαντικές παραγωγές, όπως το τελευταίο Assassins Creed-Odyssey.

Και φτάσαμε κάποτε στο τελευταίο πόνημα, τη συλλογή Κολοκύθες και Καταχνιάρρρ, που περιέχει ιστορίες της σκοτεινής εποχής του χρόνου, ιστορίες μαγικές, νοσταλγικές, θλιβερές, αστείες, με κύριο άξονα τη σκοτεινιά που ξεκινά από την φθινοπωρινή ισημερία και τελειώνει στην αυγή της άνοιξης. Γιατί, όπως είπε και ο κος Μαστακούρης “αυτό το βιβλίο μοιάζει με ένα πιάτο από εκλεκτούς μεζέδες”, όπως αρμόζει σε κάθε συλλογή.

Και κατόπιν η Ρηνιώ, ο Στέλιος και… η Δήμητρα πήραμε θέσεις για να δώσουμε ένα μικρό μεζεδάκι, ένα μικρό δρώμενο από την ιστορία “Μαγική Εξυπηρέτηση, Καληνύχτα σας”.

Οι θεατές με έκπληξη είδαν να ζωντανεύουν οι χαρακτήρες μπροστά τους και ο χώρος να μεταμορφώνεται θαυμαστά στον πιο ψηλό πυργίσκο του μαγικού καταστήματος “Χόκους, Πόκους, Φόκους και συνεργάτες”. Στη μεταμεσονύχτια βάρδια, φυσικά.

Και όπως σχολίασαν κάποιοι από τους παρευρισκόμενους “Καλα, τι φανταστική παρουσίαση βιβλίου ήταν αυτή! Φαντασου το βιβλιο!”

Η παρουσίαση έκλεισε με μια σύντομη ενημέρωση σχετικά με τα σεμινάρια Taleweaving-Η Μεταμορφωτική Δύναμη του Δημιουργικού Λόγου, που ξεκινούν στις 21 Οκτώβρη, και που στην κλήρωση που διενεργήθηκε ανάμεσα σε όσους αγόρασαν ένα από τα βιβλία, δυο κέρδισαν από μια δωρεάν συμμετοχή.

Ύστερα… ο πάγκος των εκδόσεων Άλλωστε πλημμύρισε κόσμο που αγόραζε τα βιβλία κυριολεκτικά τρία-τρία.

Και στο σημείο αυτό πρέπει να αποδώσουμε πολλές ευχαριστίες σε όλους όσους συνετέλεσαν σε αυτή την επιτυχία.

Τις εκδόσεις Άλλωστε

Το Σύλλογο Φantasticon

Τους συνεργάτες και φίλους που βοήθησαν να οργανωθεί σωστά η παρουσία στο φεστιβάλ.

Η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο συναρπαστική.