
Να χιονίσει απόψε…

(Αυτή η ιστορία γράφτηκε στις αρχές του 2012, όταν ακόμα εργαζόμουν σε τηλεφωνικό κέντρο. Βασίζεται σε αληθινό περιστατικό)
Γνώρισα το Σάββα μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα που περίμενα τον τελευταίο δρομολόγιο του ηλεκτρικού στα Πετράλωνα. Μόλις είχα σχολάσει και τα νεύρα μου ήταν τσατάλια από τις αλλεπάλληλες κλήσεις που είχα δεχτεί στο τηλεφωνικό κέντρο που δούλευα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Ο τελευταίος που είχε πάρει στις έντεκα και εικοσιοχτώ, δύο λεπτά πριν κλείσω, με είχε κρατήσει πάνω από είκοσι λεπτά παραπονούμενος που η επιδότηση του δεν του έφτανε να πάρει τσάμπα smartphone των 1000 ευρώ. Στο τέλος με απείλησε πως θα ζητήσει να απολυθώ και θα μου κάνει μήνυση και μου το έκλεισε στη μούρη. Ευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να χιονίσει επιτέλους, να το στρώσει, να αποκλειστεί η πόλη ολόκληρη, και να μείνω σπίτι για τρεις μέρες, να μην ακούω πια άλλα τηλέφωνα να χτυπάνε μέσα στον εγκέφαλο μου.
Από τη μια σιχτίριζα την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα εκεί μέσα που κάθε ανώμαλος έπαιρνε για να βρίσει μέσα στη νύχτα, κι από την άλλη ένιωθα ανακούφιση που είχα μια δουλειά και μάλιστα σχετικά καλή για την εποχή της κρίσης. Φλεβάρης του 2012… Ακουγόταν κάπως σαν «Χειμώνας του ΄41», όπως στις παλιές ταινίες. Κουκουλωμένη στο βαρύ μου παλτό, τυλιγμένη με μια εσάρπα και με ένα σκουφί που κάλυπτε όλο το κεφάλι μου έκοβα βόλτες στον έρημο σταθμό για να ζεσταθώ μια στάλα. Ήθελα σαν τρελή να καπνίσω, αλλά δεν τολμούσα να βγάλω τα χέρια μου από τις τσέπες. Ο μήνας τελείωνε και στην τσέπη είχα μόλις και με τα βίας δεκατέσσερα ευρώ, κι αυτά δανεικά από συνάδελφο.
Τον είδα κρυμμένο σχεδόν πίσω από μια κολώνα, καθισμένο σε ένα παγκάκι, να τον ξυρίζει το κρύο. Αδύνατος και ψηλός, σαν να ήταν φτιαγμένος από σχοινιά πλεγμένα μεταξύ τους άτακτα. Τα μαλλιά του έμοιαζαν με βρωμερή σφουγγαρίστρα, τα χέρια του κατάμαυρα. Κουβαλούσε την περιουσία του σε ένα από εκείνα τα άθλια καρότσια με το καρό πλαστικό. Ξεφτισμένο και ταλαίπωρο κι αυτό, σαν τον ιδιοκτήτη του, που τυλιγμένος σε ένα παμπάλαιο σκισμένο αδιάβροχο προσπαθούσε να κρύψει την ξυλιασμένη σάρκα του από τον παγωμένο αέρα. Παπούτσια; Πως, αμέ! Ένα ζευγάρι κάλτσες, τρύπιες κι αυτές, ενώ έσερνε ένα ζευγάρι σαγιονάρες έτοιμες να διαλυθούν. Μα όταν με κοίταξε… αυτά τα μάτια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Έμοιαζαν να έχουν μαζέψει όλους τους χειμώνες μέσα τους, σαν αυτό το ανθρώπινο ερείπιο να μην είχε δει ποτέ ήλιο, καλοκαίρι, σαν το κορμί του να μην είχε ποτέ νιώσει ζεστασιά.
«Καλησπέρα», είπα σιγανά.
Αυτός κατέβασε τα μάτια και γύρισε από την άλλη. Δεν θέλησα να τον ενοχλήσω και περιορίστηκα να καθίσω ήσυχα σε ένα άλλο παγκάκι. Αλλά με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τις κλεφτές ματιές που μου έριχνε. Στην Αθήνα ζω όλα μου τα χρόνια και έχω μάθει να φυλάγομαι αν χρειαστεί. Αλλά το γαμημένο το ένστικτό μου φώναζε θυμωμένο, και έτσι γύρισα προς το μέρος του.
«Τσιγάρο…», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.
Αποφάσισα να βγάλω τα χέρια μου από τις τσέπες μου, κι άνοιξα την τσάντα μου να βγάλω τον καπνό μου. Είχα έτοιμα τρία τσιγάρα στριμένα ήδη. Του τα έδωσα. Έβαλε ένα στο στόμα χωρίς να τα ανάψει και φάνηκε να αλλάζει το πρόσωπο του ολάκερο. Μαλάκωσε αυτός ο σκληρός πόνος, ο φόβος στα μάτια του έγινε μικρότερος και πιο ανθρώπινος. Από εκεί που στεκόταν κοίταζε τις ράγες του τραίνου και καμιά φορά σήκωνε τα μάτια προς τον ουρανό που ήταν καλυμμένος από βαριά σύννεφα. Μακάρι να χιόνιζε, σκέφτηκα ξανά.
«Πιστεύεις στο θεό;»
Η ερώτηση με ξάφνιασε. Και πιο πολύ με ξάφνιασε η φωνή του άντρα. Ήταν μια καθαρή φωνή, φωνή ερτζιανών, γοητευτική και βαθιά, που ακουγόταν παράταιρη σε σχέση με το παρουσιαστικό του.
«Ορίστε;», έκανα αμήχανα.
Άντε να του εξηγώ πως είμαι παγανίστρια -από εκείνες του παλιού κέλτικου πανθέου – και πως η δική μου θεά δεν είχε καμία σχέση με το θεό των χριστιανών συμπατριωτών μου. Ο άνθρωπος κάτι άλλο ήθελε, κι όχι φιλοσοφική συζήτηση ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε.
«Κατά κάποιο τρόπο…», μουρμούρισα.
«Τότε προσευχήσου να μη χιονίσει, κοπελιά».
Δαγκώθηκα. Είχα ευχηθεί χίλιες φορές να ρίξει τρία μέτρα χιόνι και να θάψει την πόλη. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε από το εγωιστικό μυαλό μου πως σε αυτόν τον καταραμένο τόπο ζούνε και κάποιοι που δεν έχουν σπίτι. Εμένα με περίμενε ένα ζεστό κρεβάτι, ένα σπίτι με καλοριφέρ, κλιματισμό, ο σύζυγος μου είχε βάλει καυτές θερμοφόρες κάτω από τα σκεπάσματα, κι ένας μαύρος γάτος θα μου ζέσταινε τα πόδια όλη τη νύχτα. Αυτός ο άνθρωπος όμως έμενε στο δρόμο, καταπώς φαινόταν.
«Μένεις έξω;», ρώτησα ηλιθιωδώς.
Γέλασε. Καθαρά, γερά, λευκά ακόμα δόντια. Αυτός ο άντρας ήταν πρόσφατα ίσως ένας καλοζωισμένος άνθρωπος. Οι πιο πολλοί άστεγοι που γνώρισα ως τότε ήταν πολλά χρόνια στο δρόμο, αλλά αυτός όχι. Αυτός πρόσφατα είχε βρεθεί έξω από το σπίτι του.
«Μένω μέσα», είπε. «Έχω μια σκηνή…, την βάζω όπου μπορώ».
Τυχερός!, σκέφτηκα. Άλλοι άστεγοι δεν έχουν τίποτα εξόν από τα ρούχα τους.
«Είναι ενός φίλου, δεν την έκλεψα», συνέχισε κοιτάζοντας με στα μάτια.
Κι αν την είχε κλέψει δεν θα τον κατηγορούσα.
«Που πας τώρα;»
«Δεν ξέρω…, όπου βρω ήσυχο μέρος, ίσως σε καμιά εκκλησία».
«Κι ο φίλος σου;».
Έστρεψε το βλέμμα αλλού και απέμεινε σιωπηλός. Γύρισα κι εγώ από την άλλη. Το ένστικτο μου, μου έλεγε πως είχα κάνει μαλακία. Ο παγωμένος αέρας βούιζε στα καλώδια του ρεύματος. Ανατρίχιασα άθελα μου. Σε μια προσπάθεια να γεφυρώσω το χάσμα είπα:
«Ξέρω ένα μέρος που θα μπορέσεις να στήσεις χωρίς να σε ενοχλήσει κανένας. Ίσως εκεί μπορέσεις να τη βγάλεις κάμποσο χωρίς να σε πάρουν πρέφα».
Με κοίταξε με προσμονή.
«Είναι στα Άνω Πατήσια. Εκεί κατεβαίνω. Αν θέλεις να σου δείξω. Είναι κοντά στο σταθμό».
«Καλά», είπε βραχνά.
Η σιωπή έπεσε και πάλι βαριά.
«Πέθανε», τον άκουσα να λέει χαμηλόφωνα.
Ο βασανισμένος αυτός άνθρωπος ήθελε κάπου να μιλήσει, αλλά ήταν φανερό ότι είχε περάσει τόσα πολλά που δεν εμπιστευόταν κανέναν πια.
«Δήμητρα», είπα και του έδωσα το χέρι μου βγάζοντας το γάντι μου. «Συγγραφέας», συνέχισα δηλώνοντας του την δεύτερη ιδιότητα μου για κάποιον ανεξήγητο λόγο.
Το χέρι του ήταν μεγάλο, με χοντρά δάχτυλα, τυλιγμένο σε κάτι κουρέλια που κάποτε ήταν γάντια. Ντράπηκα για τα κομψά δερμάτινα γάντια μου για μια στιγμή. Μου έσφιξε το χέρι δειλά σαν παιδί.
«Σάββας», είπε. «Άστεγος».
«Καταλαβαίνω…», είπα χαζά. Φυσικά και δεν καταλάβαινα.
«Αλήθεια…; Καταλαβαίνεις; Ήσουν ποτέ άστεγη;», απάντησε με καυστική φωνή.
Σιγά μην ήμουν. Μοναχοπαίδι ήμουν, το καμάρι της μαμάς μου, με ιδιωτικά σχολεία, ξένες γλώσσες, πιάνο, δικό μου δωμάτιο γεμάτο βιβλία… Άσχετα που βρέθηκα να απαντάω τηλέφωνα από μια καταραμένη συγκυρία, εγώ ήμουν για μεγάλα πράγματα. Βέβαια! Σιγά μην καταλάβαινα. Για τον άνθρωπο τούτο όμως ήταν τουλάχιστον αναίδεια να λέω ότι καταλαβαίνω.
«Όχι», μουρμούρισα. «Συγνώμη…».
«Δεν πειράζει. Κι εγώ κάποτε νόμιζα ότι καταλάβαινα».
Δεν απάντησα.
«Κάνει κρύο…», συνέχισε ο Σάββας.
Σκέφτηκα να βγάλω την εσάρπα μου και να του τη δώσω. Αλλά τη λυπόμουν. Την είχα αγοράσει πριν χρόνια στο Λονδίνο και ήταν η αγαπημένη μου. Ούτε κι εγώ πίστευα τον εαυτό μου και τις σκέψεις αυτές, αλλά, ναι, έτσι σκέφτηκα.
«Πριν τέσσερα χρόνια ήμουν σαν εσένα…», άρχισε να λέει ο Σάββας. «Ή μάλλον καλύτερα από εσένα. Δούλευα σε πολυεθνική, μεσαίο στέλεχος. Είχα κινητό τσάμπα, λάπτοπ, αμάξι, κοστούμια, γραβάτες. Πολλές γραβάτες. Βενζίνες τσάμπα, ταξίδια στο εξωτερικό. Και μια γυναίκα και έναν πιτσιρικά. Σκατά!»
Άρχισε να βήχει ακατάσχετα, νόμισα πως θα πνιγεί. Έβηχε τόσο πολύ που τρόμαξα, και άρχισα να τον ρωτάω σχεδόν πανικόβλητη.
«Είσαι καλά, φίλε;», έλεγα και ξαναέλεγα, αλλά εκείνος είχε κοκκινίσει από το βήχα και έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκάλι νερό. Άρχισε να πίνει αχόρταγα μέχρι που το άδειασε. Το μπουκάλι μύριζε έντονα τσίπουρο. Δεν ήταν νερό τελικά.
«Το γαμήδι για πνευμόνι», είπε χαμηλόφωνα.
Πέταξε το μπουκάλι στο καλάθι των αχρήστων δίπλα του.
«Αν σου έλεγα ποτέ την ιστορία μου, θα την έγραφες σενάριο και πούλαγες, κοπελιά».
«Αν μου έλεγες την ιστορία σου θα ένιωθες καλύτερα;», ρώτησα.
«Όχι», απάντησε ξερά. «Αλλά κάτι νύχτες σαν αυτή θέλω να την ουρλιάξω σε όλους».
Δεν απάντησα, αλλά ήξερα πως θα άρχιζε να μιλάει. Κι έτσι έκανε.
«Άρχισε πριν την καταραμένη την κρίση. Το 2007. Ο μικρός σκοτώθηκε σε τροχαίο. Ήταν μαζί η γυναίκα μου. Έμεινε ανάπηρη. Με χώρισε. Δεν ήθελε ούτε να με βλέπει. Είχα παρατήσει εκείνη και το παιδί στην εξοχή όλο το καλοκαίρι κι έτρεχα για τις γαμημένες τις πωλήσεις. Οι στόχοι δεν βγαίνουν, οι στόχοι είναι υψηλοί, αλλά εσύ Σάββα μπορείς. Η ομάδα σου μπορεί να είναι η καλύτερη. Θα πάρεις διπλό μπόνους φέτος. Τα φορτηγά εκεί κάτω στο νησί δεν δίνουν σημασία στους πεζούς. Ήταν και νύχτα. Ο μικρός της ξέφυγε από το χέρι κι έτρεξε στο δρόμο. Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό. Όταν έφτασα…».
Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Η φωνή του είχε βραχνιάσει. Άνοιξε την κουρελιασμένη τσάντα και έβγαλε ένα άλλο μπουκαλάκι. Ήπιε κι από αυτό, αλλά δεν το άδειασε όλο.
«Θέλεις;», μου έτεινε το μπουκάλι.
«Ευχαριστώ, δεν πίνω», είπα ψέματα.
«Έφτασα δυο μέρες μετά. Δεν φταίει κανείς, ούτε οι συνάδελφοι, ούτε κανείς. Μόνο το γαμημένο, το ηλίθιο μυαλό μου. Μου είπαν ότι είναι σε κρίσιμη κατάσταση, αλλά ήθελα μόνο λίγες, ελάχιστες ώρες για να κλείσω το καταραμένο πρότζεκτ. Όταν έφτασα ο Γιάννης μου είχε πεθάνει. Δεν με άφησαν να τον δω. Τα πεθερικά μου, μου έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα. Εκείνη ήταν στο χειρουργείο όταν έφτασα. Πέντε χειρουργεία έκανε. Έχασε ένα πόδι. Υπέβαλλε αίτηση διαζυγίου αμέσως, και δεν μου ξαναμίλησε».
Ρούφηξε μερικές γουλιές ακόμα. Εκείνη τη στιγμή μας πλησίασε ο σεκιουριτάς του σταθμού και του την είπε που έπινε. Είχε καταλάβει ότι δεν ήταν αθώο νεράκι αυτό στο μπουκάλι.
«Εντάξει, ρε φίλε», είπα εγώ συγκαταβατικά. «Δεν θα ξαναπιούμε».
Αλλά εκείνη τη στιγμή φάνηκε το τραίνο. Ανεβήκαμε μαζί στο πρώτο βαγόνι. Ήταν άδειο. Καθίσαμε αντικριστά, το καρότσι του στο διάδρομο, το άθλιο αδιάβροχο του να ακουμπάει στο διπλανό κάθισμα. Έβγαλε πάλι το μπουκάλι με το τσίπουρο και ήπιε.
«Μετά άρχισε ο πόλεμος στο γραφείο. Έπεσαν οι πωλήσεις. Πώς να μην πέσουν; Όλη την ημέρα ήμουν στον ψυχολόγο, ιδιωτική ασφάλεια και τα σχετικά. Αμέ! Πληρωμένη μιζέρια, πληρωμένη θεραπεία, ας είναι καλά η εταιρία. Ούτε ένας χρόνος δεν πέρασε και με απέλυσαν. Με πέταξαν σαν την τρίχα από το ζυμάρι. Σκατά».
Ήταν η αγαπημένη του λέξη. Την επαναλάμβανε με τη ίδια συχνότητα που άλλοι λένε «τέλος πάντων» ή «ας πούμε». Πήγα να πω πάλι «Καταλαβαίνω», αλλά δάγκωσα τη γλώσσα μου. Μη έχοντας τι να πω, τον κοίταζα να παίζει με τα κουρέλια που είχε τυλιγμένα στα χέρια του.
«Ξέρω τον οίκτο και τη λύπηση. Τη βλέπω κάθε μέρα. Αλλά έχω μάθει να βλέπω και το μίσος σιγά-σιγά. Στην αρχή είχα την αποζημίωση. Την έδωσα όλη σχεδόν στο στεγαστικό και στις πιστωτικές. Μετά το ταμείο ανεργίας. Άρχισαν να μου τηλεφωνάνε οι τράπεζες. Δουλειά πουθενά. Έκανα μερικά μεροκάματα σκόρπια, αλλά δεν ήθελα βλέπεις να ξεπέσω σε καμιά δουλειά με χίλια ευρώ. Ύστερα ήρθε η κρίση, τέλος του ‘9. Τα μεροκάματα λιγόστεψαν. Μου πήραν το σπίτι. Οι συγγενείς ούτε να με δούνε μετά τα γεγονότα με το Γιάννη και την Άννα. Μάνα, πατέρα δεν έχω. Σκατά».
Άρχισε πάλι να βήχει. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν χειρότερα. Τα μάτια του είχαν δακρύσει από το βήχα και τρομεροί σπασμοί τάραζαν το σώμα του. Φοβήθηκα. Είχαμε φτάσει Ομόνοια και σηκώθηκα να φωνάξω κάποιον να βοηθήσει, αλλά με κράτησε. Το χέρι του ήταν αδύναμο, αλλά πεισματωμένα με κοιτούσε κάνοντας μου νόημα να μην πάω. Όταν κάποτε ηρέμησε, με κοίταξε με βλέμμα που μου θύμισε δαρμένο σκυλί.
«Θα φωνάξουν τους μπάτσους. Το έχουν ξανακάνει. Δεν αντέχω να περάσω ούτε μια στιγμή μαζί τους. Προτιμώ να πεθάνω εδώ στο βαγόνι».
Άρχισε να γελάει δυνατά, σχεδόν υστερικά.
«Κάποτε ούτε και μπορούσα να διανοηθώ να τους πω μπάτσους. Πόσο μαλάκας ήμουν. Μην ακούσει ο μάνατζερ, μην ακούσει ο γείτονας, μην ακούσει ο συνεργάτης, μην ακούσει το πόμολο της πόρτας. Μια ζωή στην καταπίεση. Ξέρεις ότι ποτέ δεν ήμουν λεύτερος; Ποτέ, κοπελιά. Ούτε για μια στιγμή. Μόνο όταν έμεινα στο δρόμο. Ξεφτιλισμένος ήμουν σε όλη μου τη ζωή. Ένας ξεφτίλας, που έκανα την κότα όταν όλα γύρω μου κατέρρεαν. Αλλά το πλήρωσα. Με τη ζωή του παιδιού μου. Θα τη γλύτωνε, αν είχα πάει νωρίτερα να δώσω αίμα. ΑΒ αρνητικό. Δεν είχε μονάδες στο Νοσοκομείο του νησιού, και μπορούσα μόνο εγώ να δώσω. Δεν μου το είχαν πει βέβαια, αλλά τι σημασία έχει; Ήξερα ότι το παιδί είχε χτυπήσει άσχημα. Μακάρι να πέθαινα».
Κοίταζε έξω από το παράθυρο το σκοτεινό τούνελ. Έβλεπα τα μάτια του στο τζάμι, μάτια σχεδόν νεκρά. Τον λυπόμουν…, νομίζω. Μουρμούρισα μερικά λόγια ανόητης κατανόησης και εκείνος χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει συνέχισε.
«Το σπίτι μου το πήραν. Πιο πριν μου είχαν πάρει το αμάξι, την τηλεόραση, το λάπτοπ, τα έπιπλα… Βρέθηκα στο δρόμο, με όσα μπόρεσα να περισώσω. Λίγα ρούχα, ένα-δυο βιβλία που αγαπούσα, το Γιάννη μου…»
Έβγαλε και μου έδειξε μια φωτογραφία, τσαλακωμένη λιγάκι.
«Όμορφος δεν είναι;»
Η φωτογραφία έδειχνε μια γυναίκα μελαχρινή με γλυκό χαμόγελο, να κρατάει στην αγκαλιά της έναν μικρούλη, πιστό αντίγραφο του άντρα που στεκόταν δίπλα τους. Είχε τραβηχτεί σε μια παραλία και ο μικρός φορούσε ένα κόκκινο καπελάκι και γελούσε τόσο όμορφα. Το πιο συγκλονιστικό όμως ήταν ο άντρας που μακρινά μόνο θύμιζε τον ταλαίπωρο άστεγο που έβλεπα μπροστά μου. Ήταν ένα ωραίο παλικάρι, γύρω στα τριάντα πέντε, με λαμπερά μάτια και ευτυχισμένη έκφραση στο πρόσωπο του. Ο τρόπος που ο άντρας κοίταζε τη φωτογραφία με συγκλόνισε.
«Δεν ήξερα…, στ’ ορκίζομαι. Δεν ήξερα τι έκανα. Αν ήξερα…».
Δεν ήξερα κι εγώ ως τότε πως υπάρχουν δάκρυα που δεν είναι υγρά, αλλά τα έβλεπα να τρέχουν σαν ποτάμι από άμμο και αίμα στο βρώμικο πρόσωπό του. Μακάρι να ήξερα να λέω λόγια παρηγοριάς, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις είμαι ανίκανη να πω έστω και δυο λέξεις σωστές. Ο Σάββας με κοίταξε με εκείνα τα μάτια τα σχεδόν νεκρά και είδα πως για μια στιγμή ζωντάνεψε. Ένας επιβάτης μπήκε στο σταθμό της Αττικής. Ο Σάββας μου πήρε τη φωτογραφία απότομα και την έκρυψε.
«Στο δρόμο στην αρχή ήταν δύσκολα. Ύστερα δυσκόλεψαν περισσότερο. Γιατί ήρθε ο χειμώνας. Την έβγαζα πότε κάτω από καμιά γέφυρα, πότε μέσα στην αυλή καμιάς εκκλησίας. Ένα πρωί Κυριακής με βρήκε ένας παπάς να κοιμάμαι κάτω από τη στέγη. Ήθελε να με περιμαζέψει, να με στείλει στα συσσίτια. Αρνήθηκα. Πήγα κανα-δύο φορές και κοιμήθηκα εκεί. Ύστερα ένα πρωί ήρθαν και με μάζεψαν κάτι μπράβοι και με άδειασαν σε ένα σοκάκι σαν τσουβάλι με σκατά. Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα και θα πήγαινε να λειτουργήσει ένας μητροπολίτης. Δεν ξαναπάτησα σε καμιά εκκλησία ποτέ. Κι ας ήταν εκείνος ο παπαδάκος καλό ανθρωπάκι. Κάπου-κάπου έβρισκα κανένα χαρτόκουτο για να σκεπαστώ να μη με πιάνει και πολύ η βροχή, αλλά σπάνια. Κάποια μέρα ένας άλλος άστεγος με χτύπησε, μου πήρε το χαρτόκουτο και ένα πουλόβερ. Δεν πήγα στο νοσοκομείο. Ο ψυχολόγος μου θα έλεγε πως έγινα περιθώριο. Καλά έκανα. Σιχάθηκα πια την κοινωνία τους και τα σκατά τους. Τους σιχάθηκα όλους».
Με κοίταζε με μάτια οργισμένα.
«Κι εσύ θα πας σε λίγο στο σπιτάκι σου, θα κοιμηθείς στο ζεστό σου κρεβάτι, και αύριο θα πεις σε κανένα φίλο σου για τον κακομοίρη που είδες στο τραίνο. Κι έπειτα θα με ξεχάσεις. Θα συνεχίσεις τη ζωή σου. Σε μια βδομάδα δεν θα θυμάσαι το όνομα μου. Αλλά δε με νοιάζει. Χέστηκα για όλους σας».
Ξεροκατάπια.
«Ξέρεις, Σάββα, δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Εσύ άλλαξες. Και οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν. Εσένα σε άλλαξε ο πόνος, αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπος. Αν θέλεις…»
«Τι να θέλω; Να επανενταχθώ; Χα! Να μου λείπει. Μπορεί να έχασα τα πάντα, αλλά είμαι λεύτερος. Αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει ούτε ο θάνατος».
Ανάσανα βαθιά. Εκείνος με κοίταξε με οίκτο. Φαινόταν τόσο οξύμωρο όλο αυτό. Εκείνος ήταν ο άστεγος, ο φτωχός, ο ανήμπορος, κι όμως κοίταζε εμένα με οίκτο. Ύστερα έμοιασε να ηρεμεί κάπως.
«Προσπάθησα, ξέρεις», είπε πιο σιγά. «Πρώτα με χάπια, πριν βγω στο δρόμο. Δεν τόλμησα. Ύστερα με ξυράφι. Τόσες φορές δοκίμασα να πέσω στις ρόδες ενός φορτηγού. Αλλά μετά σκέφτηκα τον οδηγό να πρέπει να ζήσει όλη τη ζωή του με αυτό το βάρος στην ψυχή του. Κατάστρεψα τόσους ανθρώπους, γιατί να καταστρέψω έναν ακόμα;»
Ανασήκωσα τους ώμους.
«Αλλά γιατί τάχα όχι; Γιατί να μην πέσω στις γραμμές του τραίνου; Γιατί να μην αρχίσουν κι άλλοι τα ψυχοφάρμακα, ε; Γιατί νομίζεις πως ήμουν στα Πετράλωνα; Για την ωραία γέφυρα. Αλλά είμαι κότα. Ένας άχρηστος, ηλίθιος δειλός και κότα. Αυτό είμαι».
Είχαμε φτάσει στα Άνω Πατήσια.
«Αν μπορείς να αντέξεις ακόμα μια νύχτα, έλα μαζί μου», του είπα και του έτεινα το χέρι.
Το έπιασε διστακτικά, μάζεψε τα μπαγκάζια του και βγήκαμε στο παγωμένο ξεροβόρι.
«Πεινάω…», είπα ψέματα. «Πάω να πάρω ένα σουβλάκι. Θα με περιμένεις;».
Περίμενα να μου αρνηθεί, αλλά παραδόξως είπε:
«Πας για να μου φέρεις σουβλάκια. Θα τα δεχτώ».
Με περίμενε στα σκαλάκια της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Ψευτομασούλαγα ένα σουβλάκι, ενώ εκείνος έτρωγε το τρίτο πιτόγυρο. Κατέβαζε τη μπύρα σα νερό, και τελείωσε με ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Γέλασα αναθυμούμενη την ξαδέλφη μου, που μου έλεγε να μη ρεύομαι και να μην κλάνω μπροστά στον άντρα μου για να μη με απομυθοποιήσει. Με κοίταξε ερωτηματικά, κι όταν του εξήγησα έβαλε γέλια δυνατά, και για μια στιγμή έμοιαζε πάλι αόριστα στον άντρα της φωτογραφίας. Έβγαλα από την τσάντα μου μια σοκολάτα αμυγδάλου.
«Ευχαριστώ», είπε και έκοψε ένα κομμάτι. «Έχω καιρό να φάω κάτι γλυκό. Κάποτε ζήταγα τη σοκολάτα κάθε μέρα. ‘Έπινα’ κάθε μέρα, δέκα δώδεκα γάρα. Λένε πως η σοκολάτα ανεβάζει τη διάθεση. Σκατά. Μετά από λίγο καιρό το έκοψα. Έβλεπα τα πρεζάκια κάτω, κι ήθελα κι εγώ την παραμύθα, μπας και πεθάνω μια ώρα αρχύτερα. Αλλά κι εκεί δειλός στάθηκα. Και το μπάφο τον έκοψα. Τώρα μόνο αλκοόλ. Πρέζα είναι κι αυτό».
Δίστασα για μια στιγμή. Ύστερα σηκώθηκα αποφασιστικά.
«Έλα να σε πάω στην καβάτζα που σου έλεγα».
Περπατούσαμε στον έρημο δρόμο και ο άνεμος έφερε το πρώτο χιονόνερο. Η καρδιά μου πάγωνε στη σκέψη ότι αυτός ο άνθρωπος θα κοιμόταν έξω. Σκεφτόμουν τι να κάνω. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου να του πω να έρθει στο σπίτι μου, αλλά πάλι…, μήπως τον ήξερα κιόλας; Από πού κι ως πού; Δουλειά μου ήταν; Ίσως και να ήταν, αλλά δεν τόλμησα να ξεστομίσω λέξη. Κάποτε φτάσαμε στο μέρος που ήξερα πως δεν θα τον ενοχλούσε κανένας, εκεί κοντά στο ποτάμι του Ποδονίφτη, στα Χερσοτόπια, όπως τα λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά ακόμα. Περάσαμε μέσα από γυμνά δέντρα και τέλος φτάσαμε εκεί που όταν ήμουν μικρή κρυβόμουν για να μη με πιάσει η μάνα μου να καπνίζω. Ήταν όπως το θυμόμουν. Μια ήσυχη γωνιά, ανάμεσα στα δέντρα, μακριά από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Εκεί ξεφόρτωσε τη μικρή σκηνή του και την έστησε. Τον βοήθησα να τη στηρίξει με μερικές πέτρες και ύστερα άναψε ένα μικρό φανάρι με ένα κεράκι για φως. Τι πολυτέλεια που φαινόταν αυτό το σπασμένο και καραβοτσακισμένο φαναράκι. Κάποτε ήταν πράσινο μάλλον, αλλά τώρα είχε μια γκριζωπή απόχρωση, σε όσα μέρη δεν είχε σκουριά. Η σκηνή του ήταν σκισμένη σε κάποια σημεία και την είχε μπαλώσει με χοντρά κομμάτια μουσαμά. Υπνόσακο δεν είχε, αλλά είχε μερικά ρούχα που τα έστρωσε πάνω στο πάτωμα της σκηνής.
«Ένα τσιγάρο θα μου δώσεις;»
Έβγαλα και του έδωσα τον καπνό, τα φιλτράκια και τα χαρτάκια μου. Εγώ μπορούσα και χωρίς τσιγάρο. Έστριψε σιωπηλός. Άνοιξα την τσάντα μου κι έβγαλα ένα μπουκαλάκι νερό που είχα πάρει από το περίπτερο. Του το άφησα. Μου είχαν απομείνει πέντε ευρώ. Έκανα να του τα δώσω, αλλά αρνήθηκε.
«Όχι λεφτά. Φαγητό ναι, τσιγάρο ναι, ξύδια ναι. Λεφτά όχι».
Όπως έσκυψα να ακουμπήσω το νερό στο χώμα όμως πάγωσα. Εκεί στην κάτω πλευρά της σκηνής υπήρχε ένας μεγάλος λεκές. Ήταν παλιός, αλλά μύριζε έντονα σκουριά…, μύριζε παλιό αίμα.
«Τι είναι αυτό;», ρώτησα κι άρχισαν να με ζώνουνε τα φίδια.
Χλώμιασε. Χωρίς να με κοιτάζει άρχισε να μιλάει αργά.
«Πριν από μένα αυτή τη σκηνή την είχε ο Αλή. Μετανάστης από το Πακιστάν. Δεν ήθελε ή δεν μπόρεσε να μπει στα κυκλώματα που τους βγάζουν στο δρόμο. Δεν μπόρεσα να καταλάβω πολλά από αυτά που μου έλεγε. Ήταν ο μοναδικός φίλος μου, ο μοναδικός αληθινός φίλος που είχα ποτέ. Γνωριστήκαμε πέρυσι το χειμώνα. Κρυβόμασταν κάτω από την ίδια γέφυρα. Είχα πάρει συσσίτιο από το Δήμο, κι εκείνος είχε να φάει δύο μέρες. Το μοιράστηκα μαζί του. Τι να έκανα; Αν τον έβλεπες μόνο. Φεγμένος, ένα σκέτο κόκκαλο. Χαμογελούσε όποτε του μιλούσα. Είχε βρει τη σκηνή στα σκουπίδια και την μάζεψε. Την έκρυβε σε μια καβάτζα, ή καμιά φορά την παράχωνε στο καροτσάκι του με φόβο μήπως τον ανακαλύψουν και του την πάρουν. Ήταν ότι πιο πολύτιμο είχε.
Μοιραζόταν μαζί μου ότι έβρισκε, κονσέρβες, ψωμί, μια δυο φορές είχε κονομήσει ένα ψευτομεροκάματο σε μια λαϊκή και πήγαμε μαζί σε ένα βρωμερό ξενοδοχείο της Ομόνοιας και κάναμε μπάνιο. Πλύναμε τα ρούχα μας και κοιμηθήκαμε σε κρεβάτι. Του μάθαινα Ελληνικά. Ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος. Είχε γυναίκα και έξι κόρες. Το όνειρό του ήταν να γυρίσει πίσω και να κάνει ένα γιό. Ότι λίγα λεφτά έβγαζε τους τα έστελνε. Καθάριζε κανέναν κήπο, πήγαινε τα ψώνια σε κάτι γριές, κουβαλούσε σε καμιά λαϊκή καφάσια, ότι μπορούσε έκανε. Δεν ήθελε να ξοδεύει λεφτά σε νοίκι, ήθελε να τα στέλνει στους δικούς του. Ήταν χειρότερα από εμένα. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα να δώσω σε κανέναν λογαριασμό. Εκείνος έστελνε γράμματα στον πατέρα του και του έλεγε ψέματα πως μένει σε ωραίο σπίτι, με καλοριφέρ και τέτοια».
Για κάποιο λόγο μου ερχόταν να κλάψω, αλλά κρατιόμουν χωρίς να ξέρω το γιατί. Εκείνος ρούφηξε το τσιγάρο του σιωπηλός.
«Το καλοκαίρι είχαμε στήσει τη σκηνή κάτω από τη γέφυρα του σταθμού στο Ρουφ. Ήταν χαράματα όταν μας την έπεσαν. Ήταν τέσσερις. Γομάρια, ξυρισμένα κεφάλια, απαίσια τατουάζ, ένας από δαύτους είχε τατουάζ στο κεφάλι του μια σβάστικα. Εκείνη τη στιγμή είχα σηκωθεί να κατουρήσω στα χόρτα. Δεν πρόλαβα. Ο Αλή μόλις είχε ανοίξει το φερμουάρ της σκηνής. Τον άρπαξαν από το σβέρκο κι άρχισαν αν τον χτυπάνε. Τα βρισίδια που άκουσα δεν τα έχει ακούσει ούτε η τελευταία πόρνη της Σωκράτους, κοπελιά. Τον κλώτσαγαν στην κοιλιά, στο κεφάλι, τον χτύπαγαν με σιδερογροθιές. Έτρεξα, αλλά που να τα βάλω μαζί τους, κτήνη ήταν όχι άνθρωποι. ‘Ρε κερατά, προδότη, γκόμενο έχεις τον Πακιστανό, παλιοπουσταρά;΄, ούρλιαξε ο ένας. Με άρπαξαν κι άρχισαν αν με χτυπάνε με πιότερη λύσσα από όσο το φουκαρά τον Αλή. Με είχαν πετάξει κάτω και με έδερναν τόσο που κάποια στιγμή ένιωσα να σκοτεινιάζει ο κόσμος. Πριν λιποθυμήσω είδα τον Αλή να σηκώνεται και να τους ρίχνεται. Ύστερα έχασα το φως μου. Όταν συνήλθα είδα τον ήλιο να στέκει στην ανατολή. Δεν ακουγόταν τίποτα γύρω μου. Ήμουν ανάσκελα στα ξερόχορτα και το κεφάλι μου πονούσε παντού. Ανακάθισα προσπαθώντας να συνέλθω. Όταν γύρισα να κοιτάξω δεν είδα πουθενά τον Αλή. Πήγα προς τη σκηνή, κι εκεί ήταν».
Τα κόκκινα μάτια του Σάββα είχαν γεμίσει δάκρυα. Τα σκούπισε να την ανάστροφη του χεριού του και κοίταξε το συννεφιασμένο ουρανό.
«Στ’ ορκίζομαι στην ψυχή του Γιάννη μου, κοπελιά, δεν έχω ξανανιώσει έτσι. Ήταν σχεδόν κομματιασμένος. Δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές τον είχαν μαχαιρώσει. Είκοσι, τριάντα; Το αίμα ήταν κάτι φρικτό, μια ολόκληρη λίμνη που είχε ποτίσει τα πάντα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν σε πανικό. Αυτά τα κτήνη είχαν σκοτώσει έναν άνθρωπο, χωρίς λόγο, χωρίς κανένα λόγο. Μόνο και μόνο επειδή ήταν μετανάστης, μόνο και μόνο επειδή…».
Σταμάτησε απότομα κοιτάζοντας με στα μάτια.
«Μη με κοιτάζεις έτσι», είπε επιθετικά. «Κι εσύ το ίδιο θα ένιωθες. Φόβο. Όχι τον απλό γνώριμο φόβο, αλλά κάτι βαθύτερο, κάτι που ξύπνησε μέσα μου μια ανεξέλεγκτη φυγή. Ναι, το έβαλα στα πόδια. Μάζεψα τη σκηνή όπως-όπως, λίγα από τα υπάρχοντα μου και το έσκασα. Τον άφησα εκεί. Δειλός χίλιες φορές, αλλά εκείνος ο φόβος ρίζωσε μέσα μου, κι από τότε τρέχω να ξεφύγω. Κρύφτηκα σε μια παλιά εγκαταλειμμένη αποθήκη. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο έμεινα εκεί. Έτρωγα λίγο μπαγιάτικο ψωμί, και δυο βρωμερές κονσέρβες που μάλλον είχαν χαλάσει με τη ζέστη. Βγήκα όταν τελείωσε το νερό. Άλλαξα ρούχα, άλλαξα όσο μπορούσα. Ξαναγύρισα εκεί ένα βράδυ, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Τον είχαν πάρει».
Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο.
«Τον έκλαψα, στ’ ορκίζομαι. Τον έκλαψα όσο είχα κλάψει και το γιο μου. Ίσως περισσότερο, ίσως όσο δεν είχα μπορέσει να κλάψω το γιο μου. Ήταν ο γιος κι ο αδερφός μου μαζί. Ο πατέρας του περιμένει ακόμα. Η γυναίκα και οι κόρες του ποιος ξέρει τι απέγιναν. Κι έμεινα μόνος, πιο μόνος από πριν».
Κάθισα δίπλα του στο λερό πάτωμα της σκηνής. Άναψα κι εγώ ένα τσιγάρο. Ρούφηξα λίγη μπύρα. Ένιωθα σαν ηλίθια. Μόλις μια ώρα πριν προσευχόμουν να χιονίσει, να πιάσει παγωνιά. Σκεφτόμουν πόσο σιχαινόμουν τη δουλειά μου, πόσο εγκλωβισμένη ένιωθα, πόσο άδικο ήταν να τρώω τη ζωή μου σε ένα τηλεφωνικό κέντρο. Τώρα με αυτόν τον άντρα να μου μιλάει έτσι, κατάλαβα πως δεν ήμουν τίποτε άλλο από ένα εγωιστικό, κακομαθημένο μοναχοπαίδι, που στάθηκε λίγο πιο τυχερό. Ήμουν όμως μόνο αυτό; Θα μάθαινα αργότερα για όλα αυτά. Για την ώρα με απασχολούσε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να φύγω και να τον αφήσω έτσι.
«Σάββα, σκέφτηκες ποτέ να γυρίσεις πίσω;».
Έβαλε τα γέλια. Τέτοια γέλια που τρόμαξα. Το σώμα του τρανταζόταν και πνίγηκε με τον καπνό του τσιγάρου του. Τέλος με κοίταξε γελώντας ακόμα.
«Να γυρίσω; Σε τι; Στα σκατά; Σε όλους αυτούς που με παράτησαν να σαπίσω; Στον κόσμο σας; Να πάει να γαμηθεί, κοπελιά ο κόσμος σου και τα σκατά του», συνέχισε και είχε σταματήσει να γελάει.
Με κοίταξε με ένα βλέμμα που με έκανε να παγώσω χίλιες φορές πιο πολύ από όσο ο άνεμος.
«Όσο αντέξω», είπε. «Άλλωστε χρωστάω και δυο ζωές. Του Γιάννη και του Αλή. Θα πρέπει να τις ξεπληρώσω κάποτε. Και περιμένω με λαχτάρα αυτή τη στιγμή».
Δεν είπα πάλι την ηλίθια λέξη «καταλαβαίνω». Δεν καταλάβαινα. Κατανοούσα, ναι, με το νου, με το μυαλό, με τη λογική, αλλά τίποτα από αυτά που είχα ακούσει και ζήσει εκείνο το βράδυ δεν ερμηνεύονταν με τη λογική. Η καρδιά μου άκουγε κι αυτή, αλλά δεν είχα παρόμοια εμπειρία για να νιώσω τα όσα είχα ακούσει. Κι όμως τα λόγια του Σάββα έμπαιναν σαν μυτερά καρφιά στα σωθικά μου.
«Άντε τώρα, πήγαινε κι εσύ στο σπίτι σου. Θα ανησυχεί ο άντρας σου», είπε βραχνά.
Είχε γυρίσει το κεφάλι του προς το ποτάμι.
«Σου έδωσα ωραίο θέμα για ιστορία, ε;», είπε και κατάλαβα αμέσως την ειρωνεία στα λόγια του. «Πήγαινε σπίτι σου».
Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του.
«Θα είσαι αύριο εδώ;», ρώτησα δειλά.
«Δεν ξέρω», είπε χωρίς να με κοιτάξει.
«Αν είσαι θα σου φέρω φαγητό και ένα sleeping bag. Για να μην κρυώνεις. Και τσιγάρα».
«Ευχαριστώ. Καληνύχτα».
«Καληνύχτα».
Έφυγα αφήνοντας τον μόνο. Μόνος, ε; Περπάτησα μέχρι το σπίτι. Ο παγωμένος άνεμος μου έσκιζε το δέρμα, αλλά ήξερα πως με περίμενε ζεστό μπάνιο, ζεστό σπίτι, θερμοφόρα, ζεστό τσάι, ο σύζυγος…
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Κατά τα χαράματα μόνο με πήρε ο ύπνος. Με ξύπνησε ο γάτος μου στις εντεκάμισι και βγήκα για ψώνια, με τα λίγα λεφτά ππου ξαναδανείστηκα. Στη μία ήμουν στο δρόμο για την καβάτζα του Σάββα. Δεν ήταν κανένας εκεί. Μόνο μερικά αποτσίγαρα κι ένα άδειο μπουκάλι που μύριζε τσίπουρο. Άφησα τα πράγματα που κουβαλούσα κάτω από ένα δέντρο, κάπου που να είναι προφυλαγμένα από την υγρασία κι έφυγα για τη δουλειά. Την επόμενη μέρα έλλειπαν.
Δεν ξέρω αν τα πήρε ο Σάββας ή κάποιος άλλος άστεγος, ή ακόμα και κάποιος τυχαίος περαστικός.
Δεν είδα ξανά το Σάββα, αλλά κάθε φορά που κάνω τη διαδρομή από τη δουλειά ως το σταθμό των Πετραλώνων τον θυμάμαι. Στέλνω μια νοερή ευχή στο σύμπαν, στους θεούς του κόσμου να τον βγάλουν από το σκοτάδι που βρίσκεται. Κι έρχονται κάποιες φορές που βλέπω το πρόσωπο, τα μάτια, την ιστορία του, τη ζωή του στο παρόν πολλών ανθρώπων. Κι όταν γίνεται αυτό αγκαλιάζω σφιχτά τους αγαπημένους μου και ξέρω ότι αυτοί είναι ότι μου μένει για να λέγομαι άνθρωπος. Ούτε δουλειά, ούτε λεφτά, ούτε καριέρες, ούτε τίποτε άλλο. Η ζωή είναι εδώ και δεν χαρίζεται σε κανέναν.