
Ποιός σε αγαπάει- Ένα Όχι Παραμύθι

(Κάπου 30 με 40 χρόνια πριν)
Πρώτα από όλα σε αγαπάει η μαμά κι ο μπαμπάς. Βέβαια. Αρκεί να είσαι κατ’ εικόνα και ομοίωση των ιδίων ή των προσδοκιών τους. “Αχ, τι ωραία που ζωγραφίζει. Θα γίνει αρχιτέκτων”. “Αχ τι ωραία που γράφει. Θα γίνει φιλόλογος”. “Αχ τι ωραία που τρέχει και πηδάει. Θα γίνει αθλητής”. “Αχ τι ωραία που διαβάζει. Θα γίνει δασκάλα”. “Αχ τι καλά που τα πάει στα μαθήματα. Θα γίνει επιστήμονας”. Και ονειρεύονται όσα δεν έκαναν οι ίδιοι…
Αλλά κάποτε…
“Τι είναι αυτό; Ένα δάσος; Έ δεν θα γίνεις και Bob Ross να ζωγραφίζεις ότι ανάμεσα στους θάμνους ίσως κρύβεται κι ένας σκίουρος. Αρχιτέκτων όμως…”
“Τι είναι αυτό; Ποίημα; Έ, δεν θα γίνεις ποιήτρια να πεθάνεις στην ψάθα. Ενώ φιλόλογος…”
“Τι έγινε; Χορεύει; Ε, δεν θα τον κάνω κι αδερφή. Ενώ ποδοσφαιριστή…”
“Τι; Πήρες τον πρώτο ρόλο στο θεατρικό του σχολείου. Κάτσε να πάρω τη δασκάλα να σε βγάλει. Δεν θα μου γίνεις θεατρίνα πουτάνα. Δασκάλα, εσύ, δασκαλίτσα…”
“Τι; Αστρονόμος; Άντε κούκλα μου σε καμιά σχολή λογιστικής να βγάζεις ένα καλό μεροκάματο. Άκου αστρονόμος. Σαν τον θείο σου το Νικολάκη που κοίταζε τ’ άστρα κι έβλεπε αερικά θα γίνεις; Λογίστρια όμως…”
Φυσικά και σε αγαπούν. Αγαπούν όσα θα ήθελαν να είναι… εεεεε, να είσαι… εεε χμμμ… Δεν σε γνώρισαν ποτέ. Γιατί μεγάλωσαν με τη σειρά τους από ανάλογους ανθρώπους.
(30 χρόνια πριν από τα 30 με 40 που γράψαμε πιο πάνω)
“Τι θα πει θέλεις να σπουδάσεις; Δεν έχουμε λεφτά για όνειρα, είμαστε φτωχοί και τίμιοι μεροκαματιάρηδες. Εσύ θα μάθεις μια τέχνη, να βγάζεις τίμια το ψωμί σου, όπως ο πατέρας και ο παππούς σου, οι φουρναραίοι, οι οικοδόμοι, οι τσαγκάρηδες”.
“Γυναίκα μαθηματικός; Πού ακούστηκε; Δασκάλα ναι, άντε φιλόλογος. Δασκάλα για να γυρίσεις στο χωριό. Εδώ που έχουμε και τον Κίτσο τον αστυφύλακα, τον Βρασίδα τον πρόεδρο, τον Μήτρο το γιατρό. Να πάρεις έναν από αυτούς να τακτοποιηθείς”.
“Στην Αθήνα; Τι να κάνεις; Να μάθεις μοδίστρα; Μα αυτές γίνονται παστρικές, έτσι όπως μπερδεύονται στους οίκους ραπτικής. Αν είναι να πας, θα σε στείλω στη θειά σου τη Δημητρούλα που δουλεύει στη φάμπρικα να πιάσεις εκεί μεροκάματο, να δεις πως βγαίνει η ζωή”.
“Η δουλειά κάνεις τους άντρες. Το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί. Πάμε να δούμε και στα κλεφτά , σκαρφαλωμένοι στη μάντρα, εκείνη την ελληνική ταινία που ο φτωχός βιοπαλαιστής, μπογιατζής, οικοδόμος, λουστράκος ερωτεύεται την πλούσια εφοπλιστίνα, κι εκείνη τον ξεζουμίζει πρώτα και μετά τον στέλνει πίσω στην πτωχή, πλην τίμια αρραβωνιαστικιά του. Για να δεις πώς είναι η ζωή…”
Κι έτσι φτάσαμε στο παρακάτωωωω…
“Για το καλό σου στα έλεγα”.
“Γιατί σε αγαπάω στα έλεγα”.
“Δίκιο είχα. Άφησες εκείνο το πλούσιο παλικάρι και τώρα δουλεύεις για να ζήσεις”.
“Πού ακούστηκε ο γιός μου θεατρίνος, μουζικάντης, χορευτής;”
“Πού ακούστηκε η κόρη μου ανύπαντρη στα τριανταπέντε της να κυνηγάει να γίνει συγγραφέας, τραγουδίστρια, να ξαναγράφεται στο πανεπιστήμιο για να πάρει πτυχίο;”
Και μετά έρχεται ο άντρας και η γυναίκα που θα μας αγαπήσει.
“Να αδυνατίσεις, αγάπη μου. Πώς θα σε παρουσιάσω στη θεία Τερψιθέα;”
“Να μάθεις να μου κάνεις γιουβαρλάκια, λατρεία μου. Τι θα πει ο πατέρας μου ο Χαρίλαος;”
“Να πιάσεις δεύτερη δουλειά, θησαυρέ μου. Πώς θα θρέψουμε το τρίτο μας παιδί;”
“Να μου κάνεις το γιο τώρα. Δεν θα κοιτάμε να γυρίσεις στο γραφείο. Η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι”.
“Σ’ αγαπώ, είσαι η ζωή μου, είσαι το για πάντα μου. Μόνο να… αν ήσουν λίιιιιγο αλλιώτικη, λίγο πιο ρεαλίστρια, λίγο πιο νοικοκυρά, λίγο πιο διεκδικητική…”
“Σ’ αγαπώ, είσαι τα πάντα μου, μόνο να… να άλλαζες λιγουλίνο, πασάκα μου. Να μη ροχαλίζεις, να μη βλέπεις μπάλα, να διαβάζεις μαζί μου Χρύσα, να βρεις και τρίτη δουλειά τώρα που κάναμε τα πεντάδυμα…”
“Σ’ αγαπώ, αλλά μην έχεις ελπίδα να πάρεις προαγωγή. Όταν έπρεπε να διαβάζεις για να πάρεις μεταπτυχιακό, εσύ γύριζες στα κλαμπ με τις φίλες σου. Εκεί θα μείνεις στα 300 ευρώ και σε μερικούς μήνες θα σε απολύσουν”. “Σ’ αγαπώ, αλλά αν ήσουν λιγότερο άχρηστος θα ήμασταν καλύτερα. Πιο φιλόδοξος, πιο έξυπνος, πιο καπάτσος, ντε. Άντε κουνήσου, σε λίγους μήνες θα σε απολύσουν”.
Ναι, σε αγαπούν. Μας αγαπούν. Τους αγαπάμε. Με όρους.
Η αγάπη έχει όρους; Ε, ΟΧΙ!
Αγάπη, θα πει να δέχεσαι τον άνθρωπό σου, το φίλο σου, το παιδί σου, όπως είναι. Με κάθε του χαρακτηριστικό. Με την ψωνάρα του, με το όνειρό του, με την ιδιορρυθμία του. Να χαίρεσαι με τη χαρά του, να δίνεις φτερά στο όνειρό του κι όχι να το σακατεύεις επειδή δεν είναι «ρεαλιστικό» ή δεν ταιριάζει στη δική σου οπτική για το πώς πρέπει να είναι ένα όνειρο. Να τον τρέφεις με αληθινή αγάπη, να του το λες κάθε μέρα, να τον σπρώχνεις να δημιουργήσει, να μην τον ωθείς στην κακομοιριά και στην απελπισία της ματαιότητας και της κακίας που έχει αυτός ο κόσμος. Η Αγάπη δεν είναι βαμπιριλίκι, μια ανάγκη να βλέπω και να αισθάνομαι μια παρουσία στο χώρο μου, αλλά μετά ό,τι είναι ο άλλος να το ακυρώνω. Η Αγάπη είναι ομορφιά, είναι γέλιο, είναι λαχτάρα, είναι παιχνίδι, τα χωράει όλα.
Τον άνθρωπο που λέμε πως αγαπάμε τον χωράμε ολάκερο μέσα μας. Αλλιώς λέμε ψέματα. Σε εμάς, σε αυτόν, στους γύρω μας. Αλλιώς δεν τον αγαπάμε.
Τον αγαπάμε χορευτή, σκουπιδιάρη, φάλτσο, κοντό, χοντρό. Τον αγαπάμε όταν καίει τα μακαρόνια, όταν του πέφτει το ακριβό βάζο, όταν σκίζει το μπουφάν του, όταν βλέπει μπάλα ή κοριτσοταινίες, όταν χορεύει αδέξια, όταν βρίζει σαν αγωγιάτης επειδή άργησε το πρωί στη δουλειά. Τον θαυμάζουμε και τον αγαπάμε κάθε στιγμή. Ειδικά τις στιγμές που μας προστατεύει από το να μην πληγωθούμε, όταν στηρίζει το όνειρό μας, όταν μας φτιάχνει κοτόσουπα στο κρύωμά μας και χαμομήλι στη γαστρεντερίτιδα, όταν δεν σιχαίνεται να μας αγγίξει την ώρα που ξερνάμε μετά από μισό μπουκάλι. Αυτός που μας αγαπάει δεν ζητάει να ακυρώσει αυτό που είμαστε, το ΧΩΡΑΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ. Αλλιώς δεν μας αγαπάει.
Δεν είμαστε οι πεποιθήσεις των γονιών, των συγγενών, των δασκάλων, των φίλων. Επειδή ο πατέρας μας ήταν φτωχός κακομοίρογλου δεν θα έχουμε την ίδια δύσκολη ζωή, παρά μόνο ΑΝ ΤΟ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΜΕ. Το πιο πιθανό είναι να έχουμε καλύτερη.
Πιστεύω ωστόσο σε μια βασική αρχή.
«Αν δεν κοιτάς εκεί που ΘΕΛΕΙΣ να πας, θα πας εκεί που κοιτάς»