Το παρακάτω μικρό παραμυθάκι συνόδεψε το ομώνυμο Τεχνούργημα από ρητίνη, κρυστάλλους, ρινίσματα μετάλλων και έτερα υλικά. Χειροποίητο δώρο για το νεογέννητο αγοράκι αγαπημένης φίλης.
«Αχκουνελάκι»
Μια φορά κι έναν καιρό, στο αιώνιο τώρα και πάντα, και στο εδώ και παντού, το Αχουνελάκι χασμουρήθηκε στη φωλιά του. Ήταν ζεστή η φωλιά του, ροζ και απαλή, και λαμπεροί κρύσταλλοι κρέμονταν πάνω από το κρεβάτι του, παίζοντας γλυκά τραγούδια στην πρωινή αύρα.
Το Αχκουνελάκι έξυσε το αυτάκι του κι ένα Κοράλλι έπεσε στο ροζ πάτωμα της φωλιάς. «Μαδάω», σκέφτηκε κι έπιασε το πετράδι. Ύστερα έτριψε τα ματάκια του κι ένας Απατίτης έσταξε σαν δάκρυ χαράς. «Μαδάω πολύ», ξανασκέφτηκε και τον μάζεψε κι αυτόν. Οσμίστηκε τον αέρα και ένας Καρνεόλης έπεσε από τη μυτούλα του.
«Μα το μεγάλο Κρύσταλλο του Φωτός και της Σκιάς…, μαδάω υπερβολικά», μουρμούρισε, και με την τελευταία του συλλαβή ένας μεγάλος καθαρός Χαλαζίας έπεσε από το στόμα του.
«Το χθεσινό δείπνο ήταν βαρύ τελικά», είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι, μαζεύοντας τα πετράδια που του έπεφταν.
Για την ακρίβεια δεν σηκώθηκε…, πέταξε. Γιατί το Αχκουνελάκι δεν είναι ένα συνηθισμένο κουνελάκι. Είναι κάτοικος της Νεραϊδοχώρας, εκεί που τα κουνελάκια κοιμούνται μέσα σε γούνινες φωλίτσες, φτιαγμένες από ροζ συννεφάκια ονείρου. Το Αχκουνελάκι όμως ήταν, σαν αν λέμε ο βασιλιάς των απανταχού κουνελακίων της Νεραϊδοκουνελοκοινότητας.
Και ως τέτοιο και να πετάξει μπορούσε, και να βγάζει κρυστάλλινα δάκρυα χαράς, και να έχει μουστάκια από χρυσάφι.
«Για να δούμε, για ποιο λόγο μαδάω», είπε στον εαυτό του και πήγε προς τον καθρέφτη της λίμνης, έξω από την ροδαλή φωλιά του.
Κι όπως τίναξε το κεφαλάκι του Τζαδεϊτες έπεσαν στη λίμνη, και Μαλαχίτες, και Λάπις από το μέσα μέρος των αυτιών του. Τουρμαλίνες και διάφανους Χαλαζίες και ένα μικρό Κεχριμπάρι που είχε ανάμεσα στα φρύδια του.
Το παράξενο ήταν πως όλα αυτά τα πετράδια όπως έπεφταν στην λίμνη έμοιαζαν να σχηματίζουν ένα δεύτερο Αχκουνελάκι. Μα το δικό μας Αχκουνελάκι δεν απόρησε καθόλου.
«Αυτό το έχω ξαναδεί…», είπε.
«Αυτό δεν το έχεις ξαναδεί», απάντησε το άλλο Αχκουνελάκι μέσα από το νερό που βυθιζόταν αργά με ένα πλατύ χαμόγελο στο Αχκουνελίσιο του προσωπάκι. «Γιατί αυτή τη φορά δεν θα μείνω εδώ στην Νεραϊδοχώρα μαζί σου, για να παίξουμε».
«Γιατί;», απόρησε το Αχκουνελάκι.
«Γιατί σε λίγες ημέρες ένα λουλουδάκι που ανθίζει στην αιώνια άνοιξη, θα ανοίξει τα ματάκια του για μια ακόμα φορά στον ήλιο του κόσμου των Ανθρώπων. Και θα με χρειαστεί για να του χαμογελάσω και να του θυμίζω τη Νεραϊδοχώρα μέχρι να μεγαλώσει και να μπορεί να θυμηθεί τις ιστορίες που θα του διηγείται η Μάγισσα που ζήτησε αυτό το δώρο»
«Δεν καταλαβαίνω», μούτρωσε το Αχκουνελάκι.
«Αχ… Αχκουνελάκι! Πέρασες πολύ καιρό στη ροζ φωλίτσα σου. Δεν άκουσες τίποτα για τη Μάγισσα που ζήτησε να προσφερθεί ένα λουλούδι της Νεραϊδοχώρας να το φροντίζει μέχρι αυτό να ανθίσει και να γίνει σπουδαίο;»
«Ε, και; Η μόνη είναι;»
«Είναι Άνθρωπος. Ζήτησε ένα μωρό. Κι εγώ πηγαίνω να του κάνω παρέα για όσο με θέλει».
Και το δεύτερο Αχκουνελάκι χάθηκε μέσα στο νερό της λίμνης γελώντας με ένα κρυστάλλινο, χαρούμενο γέλιο. Το δικό μας Αχκουνελάκι έμεινε για μια στιγμή σκεφτικό.
«Ένα λουλούδι της Νεραϊδοχώρας… θα μετακομίσει στη Γη σαν ανθρώπινο μωρό… το μωρό μιας Μάγισσας. Δηλαδή η Μάγισσα είναι η Μαμά του…».
Τα διάφανα φτερά του Αχκουνελακιού πετάρισαν από συγκίνηση.
«ΕΕΕΕΕΕ!», φώναξε μέσα στο νερό της λίμνης. «Στάσου, Αχκουνελάκι. Περίμενε!».
Ένα ματάκι φτιαγμένο από Απατίτη έλαμψε στη λίμνη.
«Ελπίζω να έχεις μια καλή δικαιολογία που με καθυστερείς», είπε το λιμνίσιο Αχκουνελάκι.
Το Αχκουνελάκι-βασιλιάς έβγαλε μερικές ασημιές τρίχες από τη γούνα του, έξυσε λίγο το τρίχωμα στο μέρος της καρδιάς κι αμέσως ένα ακόμα Κοράλλι έπεσε. Ένας Χαλκηδόνιος, κι ένας Ροζ Χαλαζίας. Ένας Λάριμαρ, και μια Φεγγαρόπετρα. Τέλος ένας Οπάλιος της Φωτιάς. Κι άρχισαν να στριφογυρίζουν χορεύοντας στον διάφανο αέρα. Μαζί τους λευκοί Χαλαζίες, έφτιαξαν σπείρες από Χαλκό, και ασημένιες κλωστές από τις γειτονικές σημύδες, μαζί με ροζ ξέφτια από ονειροσύννεφα μπλέχτηκαν κι έφτιαξαν ένα δαχτυλίδι.
Το Αχκουνελάκι το έδωσε στο αντίτυπο του που ήταν μέσα στη λίμνη.
«Δώσε αυτό στη Μάγισσα. Δώρο από το βασιλιά Αχκουνελάκι, πες της. Για να θυμάται πως φροντίζοντας και αγαπώντας το λουλούδι της Νεραϊδοχώρας, εμείς εδώ δεν θα σβήνουμε κάθε φορά που κάποιος λέει πως δεν πιστεύει στη χώρα μας. Ακόμα κι αν βρίσκεται πάντα κάποιος να μας ζωντανεύει με ένα φιλί».
Το δεύτερο Αχκουνελάκι πέρασε στο αυτάκι του το δαχτυλίδι και χάθηκε μέσα στο νερό. Μετά από κάμποσες στιγμές μια λάμψη φάνηκε μέσα στο ζαφειρένιο βυθό, σαν τη λάμψη ενός πελώριου άστρου. Το Αχκουνελάκι χαμογέλασε.
«Καλό ταξίδι», ψιθύρισε. «Μακάρι στον Ανθρωπόκοσμο να ακουστούνε οι ιστορίες που έχεις να πεις για εμάς».
Ύστερα γύρισε το βλέμμα στον καθαρό ουρανό. Ήταν ακόμα πολύ πρωί. Το καλοκαίρι μόλις άρχιζε. Είχε τόσα όμορφα πράγματα να κάνει. Και πρώτα από όλα να τραγουδήσει.