Tag: Folklore

Η Εποχή του Κορακιού

Η Εποχή του Κορακιού

“Μαύρα πουλιά, που κάποτε ήσασταν παραμύθια…”

Από τα μισά του φθινοπώρου κι ως την αυγή του χειμώνα είναι η Εποχή του Κορακιού.

Ο ουρανός σκοτεινιάζει, συννεφιάζει, μελαγχολεί, πικραίνεται, δακρύζει…

Η γη νυστάζει, τα ξέφτια της ομίχλης σέρνονται αργά πάνω στα δέντρα, στις ερημιές, στα σιωπηλά χωριά, στις απρόσωπες πόλεις. Γύρω από τα φώτα του “πολιτισμού” μικρές σκιές σχηματίζονται, σαν για να κλέψουν, λες, τις τελευταίες ελπίδες ότι ο ήλιος θα δυναμώσει και πάλι, το σκοτάδι θα ξαναφύγει για την εξορία που του έχουμε προσφέρει για κατοικία.

Τα Κοράκια πετούν χαμηλά, με τις φτερούγες τους να σπάνε τη σιωπή. Το πέταγμά τους είναι βαρύ, ξέχωρο, δυνατό, στιβαρό. Η φωνή τους σκληρή, διαπεραστική, τρομακτική, αδυσώπητη.

Πετούν πίσω από το άρμα του Θανάτου. Μιλάμε φυσικά συμβολικά για το Θάνατο – ή τον Ύπνο, γιατί κάποιες φορές μπορεί αυτά τα δυο δίδυμα αδέρφια να παίρνουν το ένα τη θέση του άλλου – της Φύσης, που σηματοδοτείται από την τελευταία σοδειά. Από τον τελευταίο καρπό, αυτόν που προσφέρθηκε στη Μεγάλη Φωτιά της Πανσελήνουν ή της Νέας Σελήνης – όποια είναι πλησιέστερη – του Samhain.

Στα παλιά χρόνια στη χώρα μας ο Νοέμβρης ήταν ο Σποριάς. Οι αγρότες γιόρταζαν το “Μικρό” Άη-Γιώργη στις 3 Νοέμβρη, ευλογώντας τον καρπό που θα γινόταν ο σπόρος για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς, το σπόρο που την άνοιξη, την εποχή του “Μεγάλου” Αη-Γιώργη, θα έβλεπαν τον κόπο τους να αποδίδει. Παράλληλοι βίοι με παράλληλους συμβολισμούς θανάτου και αναγέννησης της ίδια στιγμή. Δεν είναι τυχαίο που στην αγγλική γλώσσα οι λέξεις Τάφος-Tomb και Μήτρα-Womb ηχούν παρόμοια.

Το Κοράκι είναι εδώ…

Το Λευκό Κοράκι, η Branwen, η αδελφή του Bran για την κέλτικη παράδοση, στην αρχαία ελληνική μυθολογία είναι το πλάσμα που ο Απόλλων κατακαίει μόνο και μόνο επειδή δεν έβγαλε τα μάτια του Ίσχυ κι έτσι εκείνος ζευγάρωσε με την Κορωνίδα, την αγαπημένη του Απόλλωνα, το στέμμα της βασιλείας του, όταν εκείνη ακόμα κυοφορούσε τον Ασκληπιό. Μια ιστορία γεμάτη αρχέτυπα, που μέσα από την ερμηνεία της μπορούμε να δούμε ψήγματα της βίαιης και σκληρής “δικτατορίας του φωτός”, του ήλιου εκείνου που συμβολίζεται από τον Απόλλωνα, το σκληρό φως που καίει τη Γη, που απεχθάνεται τις χθόνιες δυνάμεις, τις κυνηγά, τις κομματιάζει και διασκορπίζει τα κομμάτια τους σε όλη την οικουμένη – όπως στην ιστορία του Πύθωνα, του Δράκου της Γαίας, της Αρχέγονης Δημιουργίας.

Το Κοράκι, μαύρο πια, θριαμβεύει αυτή την εποχή, θυμίζοντας σε όλους, θνητούς κι αθάνατους, πως ο Κύκλος είναι η αναπόφευκτη πορεία, οι Μοίρες πάνω από τους θεούς… Το Κοράκι εμφανίζεται για να καθαρίσει τη γη από όσα η ίδια δεν μπορεί να αφομοιώσει, από τα νεκρά σώματα των ζώων, των ανθρώπων, των καρπών… Χωρίς την Αλχημεία του Κορακιού, ο κόσμος μας θα ήταν γεμάτο γωνιές σήψης και παρακμής.

Δεν είναι τυχαίο που στις πόλεις σχηματίζονται τέτοιες “εστίες”, αφού το άγριο Κοράκι δεν είναι ευπρόσδεκτο σε αυτές. Δεν το καλούμε πια να καθαρίσει τη νεκρή σεσηπυία σάρκα της, αυτήν που έχει πεθάνει πια, ώστε να μη γεμίσουμε αποστήματα. Αντίθετα, τα διώχνουμε μακριά, ως οιωνούς κακοδαιμονίας, θανάτου και συμφοράς, όπως κάποιοι μας έπεισαν πως είναι. Μα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, μιας και το Κοράκι σηματοδοτεί το τέλος της εποχής του Θανάτου και τη Σπορά της Αναγέννησης. Μιας Αναγέννησης που χρειάζεται να κοιμηθεί σαν σποράκι στην αγκαλιά του χειμώνα, για να ανθίσει την άνοιξη.

Κοντεύουμε πια όλοι να ξεχάσουμε…

Μόνο κάπου στο βορρά ακόμα θυμούνται πως είναι σύμβολο Μνήμης και Γνώσης, τα Κοράκια του Όντιν…

Κι αλλού πως είναι η Lady Morrigan, η κυρά του Πολέμου, της Νίκης και του Θανάτου, η Τριπλή Θεά της Σκοτεινής Εποχής, της Εποχής του Κορακιού. Όταν πια ο Πόλεμος τελειώνει και ο κόσμος ζητά ανάπαψη στην παγωνιά του χειμώνα. Γιατί το Κοράκι έρχεται μόλις η μάχη έχει τελειώσει. Όχι για να στεφανώσει το νικητή, αλλά για να λυτρώσει το νεκρό, να συνοδέψει την ψυχή του στην αγκαλιά της θείας αγάπης.

Και είμαστε και κάποιοι άγνωστοι ποιητές  που ακόμα ακούμε με λαχτάρα τον κρωγμό τους.

“Μαύρα πουλιά, που κάποτε ήσασταν παραμύθια…”

 

 

Forest Journey-Bard’s Tales Volume I

Forest Journey-Bard’s Tales Volume I

Once upon a time and forest…
There lived a tree.

A tall silver birch. She was slender and gracious and her branches were reaching for the sky. But her roots… oh her roots. They were delving deep in the earth, searching for the dark places where the little spirits of the stones are hiding. They are shy, you know, the stone spirits. Quite and patient they are, sometimes short and wrinkled because they smile a lot. And from time to time they bring a shiny gem to gift the trees. So our birch was eager to have one of these gems. And she was whispering under the sky her song… long forgotten by mankind.

One day, ending the winter time, a beautiful stone in the color of the bright red of blood, was caught in one of the smallest of roots. The birch was excited and slowly but steadily moved her roots in order to make the stone come to the light. Days passed and nights followed and one day just before dawn a lady walked into the woods to be alone and think of the next book she wished to write. She had long flowing hair in the colour of the vivid flames, and bright eyes playful as the sea.

“My goodness”, she exclaimed. “A dancing birch”.

She laughed merrily. And started to sing. Her voice was warm and deep and honest, like the crackling fire of the hearth. And the birch was so happy. Finally a human who could see a tree as it really was. A true dancer of the woods. The lady touched the trunk and the birch felt her pulse and her heart that was full of joy and full of scars. Unseen but yet existing.

The tree moved one last time before the first crack of dawn. A ray of sun shined and put fire on the hair of the woman. She bowed her head to the sun and her eyes caught the glimmering red of the stone. The beautiful Ruby that saw the light for the first time.

“What is this? A gem”, said the woman and picked it. “Is that a gift from a friend of yours?”, laughed and bowed to put the gem back to the roots.

But the birch with one sudden reaction shed her last three leaves on the head of the lady. The woman thanked the tree and put the Ruby back on the roots.

“Three leaves from a birch is three wishes granted”, she said. “Thank you”.

She took the leaves, placed them in her pouch and continued her morning walk. The birch danced a little more in the merry thought that some people could remember the song of the trees.